Το φορτηγάκι

Η Μαρία και η Αλεξάνδρα, αχώριστες φίλες, κατηφορίζουν προς το σχολείο. Η ώρα είναι 08.00 π.μ.. Η μια σχολιάζει τα μαλλιά της άλλης που από το χθεσινοβραδινό λούσιμο και το στέγνωμα έχουν πάρει μια καλοστρωμένη φόρμα. Καθώς διασχίζουν τον δρόμο, περνούν μπροστά από το περίπτερο, το φαρμακείο, την καφετέρια, και πλησιάζοντας στο σούπερ μάρκετ, παρατηρούν δυο κούτες που φέρουν το λογότυπο της εταιρείας των αγαπημένων τους καλλυντικών. Κοιτάζονται και αναρωτιούνται γιατί άραγε το κατάστημα δεν έχει ανοίξει ακόμα. Η Μαρία, που ήταν πάντα η πιο ζωηρή πλησιάζει τις κούτες και διστακτικά κάνει να ανοίξει την μια. Γουρλώνει τα μάτια της αντικρύζοντας το περιεχόμενο. Δεν μπορεί να το πιστέψει! Τα αγαπημένα τους σαμπουάν και όλα τα φροντιστικά μαλλιών μέσα στις ζελατίνες τους, ολοκαίνουρια, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Μόλις βλέπει η Αλεξάνδρα τις αντιδράσεις της κολλητής της φτάνει πάνω από την κούτα με δυο δρασκελιές και κοιτάζει μέσα. Όσο και οι δυο τους περιεργάζονται τα προϊόντα ομορφιάς, η Μαρία κοιτάζει τριγύρω κι αφού βεβαιώνεται ότι δεν έρχεται κανείς προς το μέρος τους και δεν κοιτάζει και κανείς, λέει με ενθουσιασμό στην Αλεξάνδρα ότι όλα αυτά είναι τέλεια, ότι ποτέ δε θα έχουν την ευκαιρία να τα αποκτήσουν μεμιάς και ότι θα ήταν καταπληκτικό αν έπαιρναν από μια κούτα η καθεμιά και να τρέξουν γρήγορα. Η Αλεξάνδρα συνοφρυώνεται και της γνέφει  αρνητικά, αλλά αυτή συνεχίζει λέγοντας ότι δεν πρόκειται να τις δει κανείς και ακόμα και αν τις δει, θα τις επιστρέψουν κι έτσι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Όμως η Αλεξάνδρα, που αρχίζει να αναστατώνεται με αυτά που ξεστομίζει δίχως σταματημό η φίλη της, της απαντά ότι ανεξάρτητα με το αν θα τις δουν ή όχι, με το αν θα τις πιάσουν ή όχι, ακόμα και με το αν δε θα καταφέρουν να τα ξαναποκτήσουν όλα αυτά μεμιάς, δε θέλει να το κάνει αυτό. Και ότι δεν είναι δικά τους. Παρόλο που αυτό που ήθελε στ’ αλήθεια να της πει ήταν ότι ότι δεν την απασχολεί το μετά, την απασχολεί η ελευθερία της συνείδησης της, τα δικαιώματα της και η ευθύνη απέναντι στον κόσμο που γεννήθηκε και μεγαλώνει. Μα πριν προλάβουν να τελειώσουν την αστραπιαία αυτή κουβέντα, ένα φορτηγάκι πλησιάζει στο κατάστημα και τα κορίτσια κρύβονται με γρήγορα βήματα πίσω από μια νεραντζιά λίγο παραπέρα. Κοιτούν το φορτηγάκι που έγραφε στην πόρτα με μεγάλα μαύρα γράμματα: “Ορφανοτροφείο Θηλέων Αγίου Διονυσίου”. Μέχρι να το συνειδητοποιήσουν, ο οδηγός ήδη έχει φορτώσει τις κούτες κι έχει πάρει τον δρόμο του. Τα κορίτσια αμίλητα, ξαφνιασμένα αλλά και σιωπηλά, συνεχίζουν κι αυτά τον δικό τους δρόμο. Σαν να τους έχει κοπεί η λαλιά. Όταν φτάνουν έξω από το σχολείο η Μαρία κοντοστέκεται. Θέλει τόσο πολύ να ευχαριστήσει την φίλη της που τελικά τα δυο της λόγια στάθηκαν σωτήρια. “Τι έγινε;” Τη ρωτάει η Αλεξάνδρα “Γιατί σταμάτησες;” Και με τα χέρια της ανοιχτά η Μαρία αγκάλιασε την φιλενάδα της ψιθυρίζοντάς της “Ευχαριστώ… Είμαι πολύ περήφανη για σένα!”