Τρεις Πατρίδες

Μια βάρκα θυμάμαι. Την αδερφή μου την Τασούλα να κλαίει και να τραβάει τη φούστα της μαμάς μου. Δεν αναρωτήθηκα στιγμή πού πάμε. Αφού είχα την μαμά μου και την Τασούλα. Θυμάμαι τις φωνές και τα τρεχαλητά. Δεν ήξερα γιατί όλα αυτά, αλλά δεν αναρωτήθηκα στιγμή. Μόνο ότι μας κηνυγούσαν κατάλαβα. Έπειτα ότι περπατούσα μαζί με τον κόσμο. Μόνο τη μάνα θυμάμαι καθαρά. Ήταν κουρασμένη και το πρόσωπό της, πώς είχε γεράσει τόσο ξαφνικά;

Ύστερα το σπίτι μας στην Αλεξάνδρεια, εκεί μας έβγαλε ο δρόμος. Και τη μάνα μου να τραγουδάει πάνω από την κατσαρόλα καθώς μαγείρευε: “Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε, πάλι μεθυσμένος είσαι μου φωνάζουνε… Θα τα πιάσω να τα δείρω τα μπαγάσικα, να τα δώσω δυό χαστούκια να’ ναι χάσικα..”

Έμαθα να ράβω, Έραβα τις γκαρνταρόμπες των πλουσίων. Αριστοκράτισσες γυναίκες! Γινόμουν ο καθρέφτης τους και έκλεβα λίγη από την αρχοντιά τους. Έραβα και για μένα καμιά φορά. Θυμάμαι εκείνο το λευκό ταγιέρ. Μίντι φούστα, μεσάτο σακάκι με φαρδύ γιακά κι ένα μαύρο λουλούδι καρφίτσα. Το ίδιο είχα στριμώξει και στο καπέλο μου. Σωστή αρχόντισσα!

Ώσπου γνώρισα τον δικό μου άρχοντα. Τον Σωτήρη. Δούλευε για τους πλούσιους κι αυτός. Σοφέρ. Όμορφος! Ψηλός, αγέρωχος με μάτια σαν καταπράσινα λιβάδια. Το πρώτο μας ραντεβού: Με τη λιμουζίνα ο άρχοντας και η αρχόντισσα δίπλα δίπλα, δρόμους να αφήνουν…

-”Νίκη μου, σε ευχαριστώ” μου έλεγε, “Γιατί υπάρχεις, γιατί γεννήσαμε δύο υπέροχα παιδιά”. Θεέ μου! Τόση χαρά που να την κρύψω; Είχαμε την Καλλιόπιτσα μας και τον μικρό μας Βαγγελάκη. Ο μικρός μας ήταν δεν ήταν ενός έτους. Ήταν Άνοιξη κι εγώ έβγαζα τη ραπτομηχανή μου στην αυλή κάτω από τις μυρωδιές των νεογέννητων λουλουδιών και του έραβα τις φουφούλες του. Με διέκοπτε η Καλλιοπίτσα που’ τοίμαζε τις φαλάφελ στην κουζίνα. -Μάνα! Τελειώνει το κύμινο! Δεν πειράζει της έλεγα, βάλε όσο έχει! Τα πάντα ήταν νόστιμα τότε. Συνέχιζα και την παράδοση της μάνας. Τραγουδούσα κι εγώ πάνω από τις κατσαρόλες: “Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε”. Ειδικά στον μουσακά κατσαρόλας, που όλη η οικογένεια τον περίμενε πώς και πώς να ετοιμαστεί, δε φάλτσαρα και καθόλου.

Όταν τραγουδούσα δε, ο μικρός Βαγγελάκης μου, άνοιγε διάπλατα τα μάτια του και το προσωπάκι του έλαμπε σα να σιγοτραγουδούσε μαζί μου… “¨Να δεις που το μωρό θα γίνει καλλιτέχνης όταν μεγαλώσει” έλεγα στον Σωτήρη.

Και μετά… Βουβές μέρες ήρθαν. Η σιωπή κάλυψε τη σκεπή μας και τα λουλούδια μας μαράζωσαν κι αυτά. Ο άρχοντας μου έφυγε νωρίς…

Τώρα.. δε θυμάμαι πολλά μετά από αυτό. Μονάχα τον Βαγγελάκη μου, έφηβο, με μια κιθάρα στον ώμο να περπατά στα σοκάκια της Πλάκας στην Αθήνα και να φτιάχνει τη ζωή του. Να προοδεύει.

Άλλαξα τρεις πατρίδες. Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, κι έριξα τρία δάκρυα. Ένα για την καθεμία. Τώρα δεν ξέρω σε ποια πατρίδα βρίσκομαι. Βρίσκομαι σε ένα κρεβάτι με μια τηλεόραση απέναντί μου και μια ντουλάπα. Είναι ακόμα άραγε μέσα σε αυτήν το άλογο που ήρθε να με επισκεφθεί πριν λίγο; Προσπαθώ να θυμηθώ τί χρώμα είχε, αλλά μάταια. Ήταν ένα πολύ όμορφο άλογο και μου μιλούσε. Αλλά… δε θυμάμαι τί μου έλεγε… Μάλλον το μυαλό μου παίζει άσχημο παιχνίδι.

Αν δεν ήταν εδώ και αυτός ο νεαρός να μου λέει διαρκώς ότι είμαι στην Αθήνα, ότι έχω κάτι σαν απώλεια μνήμης και περιμένουμε τον γιατρό και ότι είναι ο γιος μου, δε θα ήξερα ποιά χώματα πατώ. Μα για μια στιγμή… πάλι μου λέει πως είναι ο γιος μου.. Για να τον δω καλά.. Για να του χαϊδέψω τα μαλλάκια του. Αυτά είναι τα μάτια του, ναι! Είναι ο γιος μου, είναι ο Βαγγελάκης μου! Γιέ μου! Μου τραγουδάς;

Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε…”

Γράφει η Γεωργία Παρασκευά