Βιαστική ζωή, βιαστικό όνειρο

Είναι μια χειμωνιάτικη νύχτα κι έξω βρέχει. Ένα υπνοδωμάτιο στην πόλη και ο Φίλιππος κοιμάται βαθιά. Η βροχή δυναμώνει, κάτι που δεν τον ενοχλεί καθόλου. Ειχε μια δύσκολη ημέρα σημερα. Ήταν από εκείνες τις ημερες που τον κάνουν να αναρωτιέται, αν ο ίδιος την κάνει δύσκολη ή η κακή του τύχη. Ήταν ηφαίστιο έτοιμο να εκραγεί και δεν ήξερε το γιατί. Που έχασε το λεωφορείο πηγαίνοντας στη δουλειά του ή για τις ψεύτικες καλημέρες με τα καταπιεσμένα χαμόγελα που έδωσε και πήρε όταν έφτασε εκεί; Για την αδικία που απλώνεται ολόγυρά του και για τη μιζέρια που παρακολουθεί να ρέει σαν ποτάμι από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών της πόλης; Η κατάθλιψη είναι η μάστιγα των καιρών, σκέφτεται σιωπηλά σχεδόν κάθε πρωί που ξυπνάει. Η μοναξιά του και ο φόβος για το μέλλον τον τρώνε ολημερίς. Ο φόβος, για τον οποίο εκπαιδεύτηκε, όπως όλη η γενιά του, να τον κουβαλάει μαζί του παντού, ώστε να μην μπορεί να κάνει βήμα χωρίς αυτόν. Για οικογένεια ούτε λόγος. Έχει περάσει τα 35, αλλά δεν παραδέχεται ότι θα ήθελε μια οικογένεια, ο φόβος του τον παραπλανεί…

Μέσ’ στον ύπνο του ακούει βήματα. Παράξενο! Πώς είναι δυνατόν να μην τον ξύπνησαν οι αστραπές και να τον ενόχλησαν πέντε βηματάκια; Ανοίγει τα μάτια του και μια όμορφη γυναίκα χορεύει ολόγυρα στο δωμάτιο ντυμένη με ένα μακρύ, πράσινο πέπλο. Σα να μην τον έβλεπε, απλά χόρευε! Ο Φίλιππος προσπαθούσε να καταλάβει τί συμβαίνει και ποια είναι αυτή. Δε σκέφτηκε να της μιλήσει, χόρευε ωραία.. Όταν μετά από λίγο, η γυναίκα κάθισε δίπλα του και γύρισε να την κοιτάξει, βρέθηκε μαζί της στη μέση του δρόμου. Από μπροστά τους πέρασε σαν αστραπή ένας άντρας μαυροντυμένος, αγριεμένος, κρατώντας ένα μαχαίρι σα να προσπαθούσε να φτάσει κάπου γρήγορα. Ο Φίλιππος τρόμαξε πολύ, σα να βίωνε αυτό που κοίταζε. Ρωτά την κοπέλα τρομαγμένος.

-Ποιά είσαι; Τί κάνουμε εδώ;

-Με λένε Τσάσμα, είπε χαμογελώντας η κοπέλα, και αυτός που βλέπεις ζητά εκδίκηση. Κυνηγάει κάποιον που τον πλήγωσε. Κοίτα το πρόσωπό του. Πόσο δυστυχισμένος είναι…Αν δεν συγχωρέσει, θα μείνει για πάντα έτσι, θυμωμένος να κυνηγάει αυτό που νομίζει ότι θα τον λυτρώσει, αν του επιστρέψει το κακό.

Ο Φίλιππος σκέφτηκε, “Τσάσμα”, τί περίεργο όνομα! Ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα με μαύρα, πλούσια μακρία μαλλιά και μεγάλα μπλε μάτια. Αλλά όχι, όχι το βλέμμα της δεν είχε τίποτα το ερωτικό. Μα πώς γίνεται αυτό; Αναρωτήθηκε ο Φίλιππος, μια τόσο όμορφη γυναικα να μην εκπέμπει τίποτε το ερωτικό; Μάλλον μια αύρα ένιωθε δυνατή γύρω του, αλλά όχι ερωτική. Δεν μπορούσε να καταλάβει τί ήταν αυτό που αισθανόταν κοντά της. Ήταν όμως κάτι όμορφο. Μέχρι να τα σκεφτεί αυτά και με ένα κλείσιμο των βλεφάρων του βρέθηκε με την Τσάσμα σε ένα άγνωστο γι’ αυτόν σπίτι, μόνο που αυτή τη φορά η Τσάσμα φορούσε κίτρινο πέπλο! Του φάνηκε πολύ παράξενο όλο αυτό και θεώρησε μάταιο να κατακλύσει τη γυναίκα με ερωτήσεις. Προτιμούσε να συμμετέχει κι ας μη γνώριζε. Ψάχνει τριγύρω του και βλέπει μια άλλη, άγνωστη γυναικεία φιγούρα, που κοιτάζοντας στον καθρέφτη του μπουντουάρ της, αλλάζει μαύρα ρούχα με υπερβολική ταχύτητα και φτιάχνει αδιάκοπα τα μαλλιά της. Αλλάζει ρούχα, κοιτάζεται στον καθρέφτη, φτιάχνει τα μαλλιά της και πάλι από την αρχή! Στον καθρέφτη όμως, το είδωλό της κλαίει.

-Δεν της αρέσουν μάλλον τα ρούχα της.. είπε ο Φίλιππος.

-Δεν είναι αυτό. Όλα τα ρούχα του κόσμου κι αν φορέσει, κανένα δε θα της αρέσει. Θα είναι πάντα θλιμμένη.

Και ξάφνου, η Τσάσμα φοράει μωβ και βρίσκονται σε ένα μπαράκι, ανάμεσα σε μια παρέα φίλων που πίνουν το ποτό τους. Δεν κρατήθηκε ο Φίλιππος και ρώτησε:

-Γιατί δε μας βλέπει κανείς;

-Για να μπορέσεις να δεις εσυ, απάντησε η Τσάσμα. Τους βλέπεις; Δεν είναι χαρούμενοι.

-Όχι , είναι θυμωμένοι. Δε μιλούν μεταξύ τους. Άσε που όλοι πάλι φορούν μαύρα!

-Έχεις δίκιο. Δε χαίρεται ο ένας με τη χαρά του άλλου. Δε χαίρονται που είναι φίλοι. Η ευτυχία τους γλιστρά μέσα από τα δάχτυλά τους!

Και ίσα που πρόλαβε να γυρίσει το κεφάλι του ο Φίλιππος, αντί να δει τους φίλους πάλι, βλέπει ένα γραφείο στο οποίο καθόταν κάποιος που χτύπησε το τηλέφωνο του και την Τσάσμα να φοράει μπλε.

-Αυτός πάλι ποιος είναι;

-Σσσσ… Κοίτα!

Απαντάει στο τηλέφωνο ο άντρας και αρχίζει τις φωνές και τις βρισιές. Σα να μιλούσε σκληρά, σε κάποιον υπηρέτη του. Ο Φίλιππος δεν κατάλαβε τί ήταν αυτό που έκανε αυτόν τον κύριο τόσο έξαλλο, τόσο εύκολα και τόσο γρήγορα! Η Τσάσμα παίρνει το λόγο.

-Κάθε μέρα έτσι είναι. Με κάθε άνθρωπο. Με κάθε τί. Νομίζει ότι αξίζει πιο πολύ από τους γύρω του και ότι είναι ανώτερος τους. Είναι και διευθυντής! Δεν έχει αντιληφθεί όμως, ποια είναι η πραγματική του θέση. Του λείπει λίγη ταπεινότητα…

Έπειτα, μεταφέρθηκαν σε ένα αραγμένο κότερο με την Τσάσμα να φοράει πορτοκαλί πέπλο. Εκεί μέσα, σε καφέ δερμάτινο καναπέ, καθόταν ένας άντρας, με ένα πούρο στο στόμα, μαύρο πουκάμισο και γυαλιά ηλίου και κοίταζε τη θάλασσα, χαμογελώντας αυτάρεσκα. Δίπλα του, σε ένα τραπεζάκι είχε ένα χυμό φρούτων κι ένα πιστόλι. Όπως είπε η Τσάσμα στον Φίλιππο, το χαμόγελο του δεν ήταν αυτό της ευτυχίας. Η σκέψη του διψάει για χρήμα και δόξα. Ότι δε θα ησυχάσει και το χαμόγελο του δε θα γίνει ποτέ χαμόγελο της ευτυχίας, αν δε σταματήσει να αγωνίζεται διαρκώς για νέα αποκτήματα.

-Η επόμενη βόλτα μας θα είναι η τελευταία μας, Φίλιππε, αλλά η πιο ενδιαφέρουσα!

Είπε η Τσάσμα και στο λεπτό έφτασαν στην παραλία! Ο ήλιος ψηλά και στη λάμψη του έπαιζαν παιδιά και κολυμπούσαν, δύο ζευγάρια αγκαλιά πιο κει. Το ένα εφήβων, το άλλο ηλικιωμένων.. Μια παρέα νέων γελούσαν δυνατά και οικογένειες με τα μπαγκάζια τους ετοίμαζαν κολατσιό για τα παιδιά. Κανένας θυμωμένος. Ο Φίλιππος ασυναίσθητα κατακλύστηκε από μια στιγμιαία ευτυχία που τον διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Το ίδιο και η Τσάσμα που αυτήν τη φορά φορούσε το πιο όμορφο από όλα της τα πέπλα, το κόκκινο! Μια ευτυχισμένη στιγμή! Μια ψυχική ανάταση που δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς συνέβη μόνο στη θέα μιας παραλίας που ήταν γεμάτη κόσμο.

Πολύ ωραία η τελευταία μας βόλτα, Τσάσμα! Σε ευχαριστώ!

Μετά το ευχαριστώ του Φίλιππου, η Τσάσμα χάθηκε και ο ίδιος βρέθηκε και πάλι στο κρεβάτι του. Είχε ξημερώσει, η βροχή είχε σταματήσει και το φως του ήλιου έλουζε το δωμάτιο. Έτριψε τα μάτια του συνειδητοποιώντας, ότι ήταν απλά ένα όνειρο! Σκέφτηκε για λίγο, ότι τα όνειρά του δε συνήθιζαν να έχουν ενδιαφέρον και χαμογέλασε με ικανοποίηση! Φόρεσε τις παντόφλες του και πήγε να πλύνει το πρόσωπό του, όταν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και είδε ότι η μπλούζα του ήταν χρωματισμένη σαν κάποιος να του είχε ρίξει με έναν κουβά, όλα τα χρώματα της ίριδας! Θυμόταν όμως, ότι τη νύχτα κοιμήθηκε μόνο με μια μαύρη μπλούζα! Έτρεξε γρήγορα να δει από το παράθυρο και είδε το ουράνιο τόξο να αχνοφαίνεται! Τι χαρά! Σαν ένα μικρό παιδί ενθουσιάστηκε! Τα χρώματα της μπλούζας του, της Τσάσμα και του ουράνιου τόξου! Αυτό είναι!

Τα χρόνια πέρασαν και σήμερα ο Φίλιππος είναι γέρος. Έχει όμως λύσει το δυσκολότερο γρίφο της ζωής του και είναι κάπως χαρούμενος γι’ αυτό. Τί σήμαινε το όνομα Τσάσμα και τί ήθελε αυτή η γυναίκα που ήρθε στο όνειρό του στ’ αλήθεια να του πει:

Ταπεινότητα Συγχώρεση Αυτάρκεια Σεβασμός Μετριοφροσύνη ΑΓΑΠΗ!

Πήρε το μάθημα και το δίδαξε και στα παιδιά του, με τον δικό του, μοναδικό τρόπο.

By georgia.