Ξένοι

Ανοιγόκλεινε τα μάτια της αργά· αργά σαν πέταγμα γλάρου, και κάθε φορά που άνοιγαν τα βλέφαρα το βλέμμα της ήταν στραμμένο αλλού, έλπιζες μόνον να είναι σε σένα, να σκαλώσει για λίγο πάνω σου, τόσο όσο μέχρι την επόμενη φορά. Η φωνή που συνόδευε τη ματιά ολόιδια κι αυτή. Σαν πέταγμα γλάρου, έπρεπε να καταβάλλεις προσπάθεια για να την ακούσεις.

Έτσι έπειτα από λίγο οι δυνατές ομιλίες δεν υπήρχαν πιά, τα ποτήρια ακούμπαγαν αθόρυβα στο τραπέζι, τα πιρούνια έμεναν κρεμασμένα στα χέρια των συνδαιτυμόνων που μάσαγαν όσο μπορούσαν πιο απαλά, η μουσική χαμήλωσε· τι νόημα είχε να ακούς τραγούδια ενόσω μίλαγε, ξέροντας πως κανείς δεν θα θυμάται αύριο αυτά που έλεγε· τότε στον τόπο της που ήταν μικρή κι έπαιζε στον δρόμο, πώς σημάδεψε το γόνατό της (και όλοι όταν σηκώθηκε έψαχναν να δουν το σημάδι) όταν έπεσε με το ποδήλατο.

Αλλά τα μάτια της ήταν ένα βάρος που πλάκωσε αργά αργά την παρέα όλη, γύρω από αυτό το τραπέζι με τα μισογεμάτα πιάτα και τα ακουμπισμένα μαχαιροπήρουνα, και σταμάτησε η ώρα, που δεν πέρναγε πιά, πήγε μέχρι βαθύ σκοτάδι και καθηλώθηκε εκεί. Δεν θα ξημέρωνε, ήταν όλοι σίγουροι, και δεν ξημέρωσε μέχρι που εκείνη κουράστηκε να διαχέει τον λήθαργο του βλέμματός της και του ήχου του, σηκώθηκε, και τότε έγινε αυτό που σας είπα.

Αμέσως ανασάλεψαν όλοι, βγήκαν από ανάμεσα τις καρέκλες και το τραπέζι, κοίταξαν με απέχθεια, ο καθένας μόνος του, τα πηγμένα λίπη και τα στάσιμα κρασιά, το χάρτινο τραπεζομάντηλο ζαρωμένο στις μεριές που είχε βραχεί, το λάδι με σπόρους ντομάτας και μονές λωρίδες κρεμμυδιών, τα πλαστικά ποτήρια γεμάτα αποτσίγαρα. Όταν βγήκε από την πόρτα οι άλλοι δεν μίλησαν, δεν κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, μόνον έσκυψε ο καθένας στο πόστο του και μάζεψε ό,τι είχε απομείνει από τα δικά του, και ένας ένας βγήκαν και κείνοι από την πόρτα στο φώς, γεμάτοι απέχθεια ο ένας για τον άλλον· τουλάχιστον αυτή την οσμή άφηναν πίσω τους.

Στάθηκα κάτω από την συκιά και κοίταξα το κλειστό παντζούρι· το κλειστό παντζούρι στο δωμάτιο που καθόμασταν. Ευχήθηκα να μπορούσα να μην ξανάμπαινα ποτέ εκεί μέσα. Θα έμπαινα όμως, μέχρι να περάσει το καλοκαίρι, θα έμπαινα αρκετές φορές. Θα καθόμουν στην ίδια θέση, όπως όλοι απ΄την αρχή του καλοκαιριού, εκτός από χτες το βράδυ που οι μισοί μετατοπιστήκαμε κατά μια θέση. Όταν γεμίσει το δωμάτιο θα αποφεύγουμε ο ένας τα μάτια του άλλου και αυτός που θα μιλήσει πρώτος θα τρέμει η φωνή του. Και αμέσως θα ξεκινάνε όλοι μαζί να μιλούν με μανία, να τεμαχίζουν την ησυχία σε ασύμμετρα κομμάτια, να την συνθλίβουν στον τοίχο πλαταγίζοντας τα χείλια, μασώντας με ανοικτό στόμα, ρουφώντας με θόρυβο απ τα ποτήρια τους, άλλοι άνθρωποι από αυτούς που γνώρισα, ξένοι, ευτυχώς ξένοι.