Ο Γάλλος ποιητής με το ψευδώνυμο “Το Φάντασμα του Θανάτου”

Τριστάν Κορμπιέρ-Αγρύπνια


Αγρύπνια, ζώο αψηλάφητο!
Δεν νιώθεις απ’ αγάπη,
Για νά ‘ρθεις να λιγοθυμήσεις σαν θα δεις
Κάτω απ’ το κακό σου μάτι, τον άνθρωπο να

δαγκώνει
Τα σεντόνια και μες στη πλήξη να
στριφογυρνά…
Κάτω απ’ το κατάμαυρο διαμάντι του ματιού
σου.

Λέγε! Γιατί ενώ περνά κατάλευκη η νύχτα
Ίδια. Κυριακή που βρέχει
Έρχεσαι να μας γλείφεις σα σκυλί;
Ελπίδα ή Πόνος π’ αγρυπνά
Στ’ αφτί; που γι’ άκουσμα τεντώνεται,
Σιγά να μιλά σιγά… και τίποτα να μη μας λέει;

Γιατί στο στεγνό μας λαιμό,
Να γέρνει πάντα η άδεια σου κούπα
Και την τραχηλιά μας προτεταμένη να αφήνεις;
Σε μας τους διψασμένους Τάνταλους για
χίμαιρα: -Φίλτρο ερωτικό η μούργα πικρή
Σταγόνα δροσιάς ή λιωμένο μολύβι.

Αγρύπνια, είσαι ωραία λοιπόν;…
Ε, γιατί ακόλαστη κόρη
Στα γόνατά σου να μας σφίγγεις;
Γιατί στο στόμα μας ν’ αγκομαχάς:
Γιατί τον ύπνο μας χαλάς;
Κοιμήσου αν θες μαζί μας…
Γιατί, ωραία έκλυτη της νύχτας
Φοράς στο πρόσωπο τη μαύρη μάσκα;…
-Για να ταράζεις όνειρα χρυσά;…
Δεν είναι η αγάπη μες στο σύμπαν;
Αναπνοή της αποκαμωμένης Μεσσαλίνας
Μα όχι ακόμα χορτασμένης!

Αγρύπνια, είσαι η Υστερία…
Είσαι η λατέρνα
Που αλέθει τα Ωσαννά των Εκλεκτών Του;…
-Ή δεν είσαι το αιώνιο πλήκτρο
Πάνω στα νεύρα γραφιάδων κολασμένων
Που γρατζουνά τους στίχους τους -μον’ από
κείνους διαβασμένους;

Αγρύπνια, είσαι το θλιμμένο γαϊδουράκι
Του Μπούρινταν η φάλαινα
Της κόλασης; -Το φιλί σου φωτιά
Μια γεύση αφήνει ψυχρή κόκκινου σίδερου…
Ω! έλα και μπες στην κάμαρή μου τη φτωχή…
Μαζί θα κοιμηθούμε δω για λίγο.

Μετάφραση: Γιώργος Κ. Καραβασίλης
απ’ το βιβλίο: “Οι καταραμένοι ποιητές-Πολ Βερλέν, εκδ. Αιγόκερως”

Ο Εντουάρ Ζοασίμ Κορμπιέρ, γνωστός ως Τριστάν Κορμπιέρ, γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου του 1845 και στάλθηκε στα 14 του χρόνια με επίδομα στο Αυτοκρατορικό Λύκειο του Σεν Μπριέ. Την εποχή αυτή υποφέρει από ρευματική αρθρίτιδα, που θα τον κυριεύσει στιγματίζοντας την ύπαρξή του και θα τον κάνει να μιλήσει για τον εαυτό του.
Καθώς η κατάσταση της υγείας του χειροτερεύει, τον υποχρεώνει να διακόψει τις σπουδές του. Αρχίζει λοιπόν περιθωριακή ζωή• ταξιδεύει στη Νότια Γαλλία, όπου διαβάζει τα έργα του Βίκτωρος Ουγκώ, του Μπωντλαίρ και του ντε Μυσέ. Εγκαθίσταται στο Ροσκόφ, σε σπίτι που ανήκει στους γονείς του. Οι κάτοικοι του χωριού του δίνουν το ψευδώνυμο «Ankou», το φάντασμα δηλαδή του θανάτου, κατ’ αναλογία της ισχνότητας και του διαλυμένου βαδίσματός του. Του αρέσει να ανοίγεται στη θάλασσα με τη βάρκα του, τον Négrier (τίτλος του πιο φημισμένου μυθιστορήματος του πατέρα του) και να αφήνεται σε ορισμένες εκφράσεις εκκεντρικότητας. Έτσι ξοδεύει τις μέρες του, ώσπου συναντιέται με μία μικρή Παριζιάνα ηθοποιό την οποία ο Κορμπιέρ αρέσκεται να αποκαλεί Μαρσέλ, αντί για το πραγματικό της όνομα Αρμίντα Ζοζεφίνα Κουτσιάνι• αυτή γίνεται και η μούσα του.
Εγκαταλείποντας το κανονικό του όνομα, Εντουάρ Ζοασίμ, για να επωμιστεί εκείνο το πιο υποδωλητικό του Τριστάνου (Tristan Corbière: triste en corps bière: θλίψη πτώματος σε φέρετρο), δημοσιεύει το 1873 τη μοναδική του ποιητική συλλογή «Οι κίτρινες αγάπες», η οποία παραμένει στο περιθώριο. Ο Κορμπιέρ, ο οποίος δεν αναγνωρίστηκε καθόλου όσο ζούσε, θα γίνει γνωστός μετά το θάνατό του λόγω του Βερλαίν, ο οποίος του αφιερώνει ένα κεφάλαιο από το δοκίμιό του Οι καταραμένοι ποιητές (Les Poètes maudits, 1883).
Ο Κορμπιέρ πέθανε στο Μορλαί την 1 Μαρτίου του 1875. Δεν είχε ακόμη κλείσει τα 30 και δεν είχε γνωρίσει παρά μια ζωή γεμάτη απομόνωση, σύντομη και ταλαίπωρη, συνεχώς καθηλωμένος από αρρώστια, άτυχος στον έρωτα, προσκολλημένος σε ένα πάθος μοναδικό και αποκρουστικό• αναμφίβολα, μεταφορικά, η θάλασσα ήταν η πραγματική του σύζυγος. Ο χρόνος αποκατέστησε τον ποιητή στο φως, και το ταλέντο του έγινε γνωστό, ακόμη κι αργά. Το προσωνύμιο Κίτρινες αγάπες, από τη μοναδική του συλλογή, δόθηκε στην παλιά δημόσια βιβλιοθήκη στο Μορλαί.

Το τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου με στίχους από το ποίημα του Τριστάν Κορμπιέρ

Πηγές: Βικιπαιδεία, anestiaseis.blogspot.com