Άγγελος Σικελιανός “Στη Μαρία Πολυδούρη”

Στὴ Μαρία Πολυδούρη

“Μὴ στοχαστεῖς πὼς ἦρτα ἀργὰ κοντά σου. Εἶναι κρυφὸς
ὁ δρόμος μου καὶ δὲν τὸν ξέρουν οἱ ἄλλοι.
καὶ χρόνια τώρα, ἀνήξερά Σου, εἶμαι γιὰ Σένα ὁ ἀδερφός,
ὁποὺ Σοῦ σιάζει μυστικὰ τὸ προσκεφάλι…

Κι᾿ ἂν ἀπ᾿ τὴν ὄχτη φαίνεται πὼς ἔρχομαι, ὅπου τὴ νευρὴ
τῶν τόξων μου τανύζω
μὲ πεῖσμα, ἐνάντια στὴν ὀκνιὰ ποὺ μὲ κυκλώνει τὴ μιαρή,
μὰ ἀληθινά, γυρίζω

ἀπὸ τὴν ὄχτην ὅπου ἀνθοῦν οἱ θεῖοι μονάχα ἀσφοδελοὶ
κι᾿ ὅπου σαλεύει μόνο
ὅποια μορφὴ ἀναδύθηκε γιὰ μένα ὡς πλέρια ἀνατολὴ
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸν τέλειο πόνο…

Ἐκεῖθεν᾿ ἔρχομαι σ᾿ Ἐσέ, ποὺ ὁ θάνατός μου κ᾿ ἡ ζωὴ
διπλό μου φέγγει ἀστέρι.
μὰ γίνοντ᾿ ἕνα μέσα μου καὶ τὰ τυλίγει μία πνοὴ
σὰ Σοῦ κρατῶ τὸ χέρι,

καὶ συλλογιέμαι πὼς δὲν ἦρτα ἀργὰ κοντά Σου (μὲ τὸ φῶς
ἢ τὸ σκοτάδι ἂν πρόλαβα), τί φτάνω ἀπ᾿ τ᾿ ἀκρογιάλι
αὐτῶν ποὺ μ᾿ ἑτοιμάσανε νὰ Σοῦ ῾μαι ὁ ἄξιος ἀδερφός,
καὶ νά ῾μαι πλάι Σου πάλι…”


Άγγελος Σικελιανός (Λευκάδα, 15 Μαρτίου 1884– Αθήνα, 19 Ιουνίου 1951)

“Χρωστώ στη Μυρτιώτισσα τη γνωριμία μου με την Πολυδούρη. Ήτανε τους τελευταίους μήνες του 1929 και τους πρώτους του 1930, σ’ ένα απ’ τους πιο ζοφερούς τότε κύκλους της Νεοελληνικής κόλασης, στο φθισιατρείο η «Σωτηρία». Της χρωστώ πως δε μ’ έμπασε απ’ τη θύρα της κοινής εισόδου που τη μισάνοιγαν τότε κάποιοι «θαυμαστές» βάνοντας το κεφάλι τους ανάμεσα στη χαραμάδα μόνο από το φόβο των μικροβίων, για να ιδούνε καθηλωμένη σ’ ένα απλό σιδερένιο κλινάρι, μια νέα περήφανη μορφή που τήκονταν ώρα την ώρα και που την παράστεκε ο αόρατος αρχαγγελικός θάνατος. Μ’ έφερε στις ήσυχες ώρες του δειλινού, που σε κάποια μάτια πούχαν τη δύναμη να βυθίζουνε το βλέμμα τους στη σκιά και που δε φοβούνταν να πλησιάσουν το πολύ φτωχό κρεββάτι, άρχιζε σιγά-σιγά μέσα από τ’ ασύγκριτα μάτια της καθηλωμένης αυτής περήφανης μορφής, ν’ ανάβει η ξέσπαθη γυμνή ψυχή, και πίσω θε της να διαγράφεται ο αμίλητος αρχαγγελικός θάνατος. Και μ’ έφερε εκεί, ξέροντας πως εγώ που είχα χάσει κάποτε απ’ τον ίδιο θάνατο την αδερφή μου στο Νταβός, θα την εσίμωνα σαν αδερφή και πως κι’ αυτή θα μ’ εδεχόταν το ίδιο. Και για όλ’ αυτά χρωστώ μια αληθινή ευγνωμοσύνη στη Μυρτιώτισσα και της προσφέρω τη φτωχή αυτή θύμησή μου. Από τα τραγούδια της Μαρίας δεν ήξερα κι’ ακόμα δεν καλοξέρω παρά μόνο ένα τραγούδι, εκείνο που καθιέρωνε τον έρωτά της στον αγαπημένο της που δεν υπήρχε πια, αυτό που λέγεται «Γιατί μ’ αγάπησες» και πούφτανε για τη ψυχή μου, γιατί η λυρική γυναικεία της φωνή ανέβαινε σε τούτο το τραγούδι με την καθαρότητα ενός αηδονήσιου τραγουδιού μέσα στη νύχτα που ολοένα υψώνονταν κυρίαρχη γύρωθε κι’ απάνωθέ της μ’ όλα της τα σκότη, αλλά και μ’ όλα της τ’ αστέρια ακόμα. Αυτό το τραγούδι μόνο λέω πως τότε ήξερα, και σήμερα όπου μου φέραν τα βιβλία της, δεν εβιάστηκα καθόλου να τα ιδώ, γιατί ό,τι μ’ είχε φέρει αντίκρυ στην ψυχή της, είταν η φλόγα πούκαιγε σε κείνο το τραγούδι και που φαίνονταν στα μάτια της να καίει τόσο πολύ, όπου ώρες-ώρες έλεγα πως θα την σώριαζε ήσυχα καθώς με κοίταζαν, απάνω στο προσκέφαλο, όπως πέφτει σε μια στια πάνω στη στάχτη ένα δαυλί, που αναλαμπάδιασεν ολόκληρο μεμιάς. Και περισσότερον ακόμα: «ως ένα ρόδο που ζυγιάζεται πάνω στην ίδια του τη φλόγα» και που ξέρει πως απ’ ώρα σ’ άλλη ξαφνικά με μύρια πέταλα θα φυλλορροήσει, πρέπει να φυλλορροήσει. Αρχίζοντας εκείνο το σημείωμα σκέφτηκα μονάχα αυτό τ’ αηδόνι π’ έσβησε απάνω στο τραγούδι της, έναν Απρίλη και που ο θάνατός του ήτανε το κορύφωμα του. Δεν σκέφθηκα να το πλησιάσω με μια μάταιη κριτική, μ’ ό,τι γι’ αυτή την ίδια ήτανε πάντα μάταιο, όσο δεν ήταν η βαθιά επαφή με την ουσία. Άφησα τη θύμησή μου να ζεστάνει τόσο, που να μου τη ξαναφέρει ομπρός μου στη θερμοκρασία της ίδιας της της παρουσίας. Τίποτ’ άλλο. Και να της θυμίσω, επάνω από τον τάφο της, πως δεν τη λησμονώ ποτέ και πως θα στέκω πάντα παραστάτης σιωπηλός στη σκιά της, όπως κάποτε που μου παραπονέθη που είχ’ αργήσει να την ιδώ, και που της έγραφα την άλλη μέρα τους πιο κάτω ασήμαντους μου στίχους, (που όταν πέθανε τους ηύραν στα χαρτιά της), μα που δείχνουνε όχι μονάχα για τότε μόνο, μα και τώρα (έπειτα από τόσα χρόνια) πως την εσίμωνα με την ίδια πάντα ευλάβεια και πως στο σεμνό μνημόσυνο που της αξίζει απ’ όλους μας και που επιβάλλεται μια μέρα όλοι να της κάμουμε, προκαταβολικά, κι’ όσο δεν έχω να προσφέρω για την ώρα τίποτε καλύτερο στη μνήμη της, ανάβω πάλι το μισοκαμμένο αυτό, που κάποτε της πρόσφερα, φτωχότατο κερί. Είναι το τραγούδι που της έγραψα όταν μου παραπονέθη καθώς είπα μιαν μέρα, π’ άργησα να πάω να την βρω…”

“Άγγελος Σικελιανός – Αθηναϊκό Ημερολόγιον”, Μαρία Πολυδούρη, Ζωή με παραφορά. Εκδόσεις «Μονόκερως»

Πηγές: fotodendro.blogspot.com