Ανδρέας Κάλβος “Ας μη μου δώσει η μοίρα μου εις ξένην γην τον τάφον.”

Ἂς μὴ μοῦ δώσῃ ἡ μοῖρα μου
εἰς ξένην γῆν τὸν τάφον·
εἶναι γλυκὺς ὁ θάνατος
μόνον ὅταν κοιμώμεθα
εἰς τὴν πατρίδα.

Ανδρέας Κάλβος (1872-1869) “Ο Φιλοπάτρις” (απόσπασμα) Από τη συλλογή “Λύρα”

Ο ποιητής του οποίου παραδόξως δεν υπάρχει φυσική απεικόνηση, Ανδρέας Κάλβος έφυγε σαν σήμερα 3 Νοεμβρίου του 1869 στο Λάουθ του Λινκονσάιρ. Σαν να ταν προφητικός ο στίχος του από το ποίημα “Ο Φιλόπατρις”, το τέλος βρήκε τον μεγάλο ποιητή εκτός πατρίδας. Η ταφή του (καθώς και της χήρας του, που πέθανε το 1888) έγινε στο νεκροταφείο της εκκλησίας της Αγ. Μαργαρίτας στο Κέντιγκτον. Η σορός του Ανδρέα Κάλβου και της συζύγου παρέμειναν στην Αγγλία για 91 χρόνια. Κατόπιν αιτήσεως της, τότε, ελληνικής κυβέρνησης, που γιόρτασε το 1960 ως “Έτος Κάλβου”, έγινε η μετακομιδή των οστών του εθνικού ποιητή από το Λονδίνο στην Αθήνα και εν συνεχεία στη Ζάκυνθο. Πρεσβευτής στην αγγλική πρωτεύουσαν ήταν ο Γιώργος Σεφέρης. Στρατιωτικό απόσπασμα απένειμε τιμές στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, την 19η Μαρτίου, ημέρα της μεταφοράς των δύο φερέτρων, ενώπιον συγκεντρωμένου πλήθους και προσωπικοτήτων από τον πνευματικό και πολιτικό κόσμο. Με στρατιωτική συνοδεία τα δύο “μολύβδινα φέρετρα”, στα οποία τοποθετήθηκε η ελληνική σημαία, οδηγήθηκαν στο ναό του Αγίου Ελευθερίου στη Μητρόπολη, όπου ετελέσθη τρισάγιο.

Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1792. Η μητέρα του ονομάζονταν Αδριανή και την αποχωρίστηκε το 1802, σε ηλικία δέκα ετών μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, όταν οι γονείς του χώρισαν και ο πατέρας του τους πήρε μαζί του στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Ο πατέρας του, ο Ιωάννης Κάλβος, ήταν εθελοντής και αξιωματικός στο βενετικό μισθοφορικό στρατό. Ο Ιωάννης είχε παντρευτεί δύο φορές και αυτό επηρέασε αρνητικά τον Ανδρέα με συνέπεια τα δραματικά του ποιήματα. Από το φθινόπωρο του 1813 στην Ιταλία γνώρισε τον Ούγο Φωσκόλο και αργότερα ετέθη στην υπηρεσία του ως γραμματικός και αντιγραφέας. Παράλληλα μελέταγε αρχαία κείμενα και ιδιαίτερα νεοκλασική ιταλική λογοτεχνία. Το 1915 μαθαίνει για το θάνατο της μητέρας του και το γεγονός επηρρεάζει τον ποιητή στο έργο του καθώς μόνο μέσα από αυτό, την συναντά. Ο Κάλβος είχε έντονη και άστατη ερωτική ζωή. Τέλος το 1819 παντρεύτηκε την Αγγλίδα Μαρία Τερέζα Τόμας και απέκτησε μια κόρη. Όμως γρήγορα πέθαναν και οι δύο, μήτερα και κόρη, και έτσι ο Ανδρέας Κάλβος φεύγοντας από την Αγγλία το 1820 κινήθηκε μεταξύ Φλωρεντίας, Ελβετίας και Γαλλίας. Ετσι το 1826 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και γνώρισε πολλούς φιλέλληνες και ανατολίτες. Μετά από πολλά ταξίδια εφυγε από το Ναύπλιο και πήγε στην Κέρκυρα τον Αύγουστο του 1826. Εκεί έγινε διδάκτορας της φιλοσοφίας και δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία ως το 1828 ως μή μόνιμος καθηγητής. Για πλήθος χρόνων απείχε από την συγγραφη. Στα τέλη του 1852 έφυγε για το Λονδίνο όπου στις αρχές του 1853 παντρεύτηκε τη δασκάλα Καρλότα Αυγούστα Ουάνταμς. Εγκαταστάθηκαν στο Λάουθ του Λινκονσάιρ. Η γυναίκα του ίδρυσε εκεί ανώτερο παρθεναγωγείο και εκεί ο Ανδρέας Κάλβος δίδαξε μαθηματικά και ξένες γλώσσες.

Ελληνόφωνο ποιητικό έργο

  1. “Ελπίς Πατρίδος” (1819)
  2. “Η Λύρα” (1824)
  3. “Λυρικά” (1826)

Ο Φιλοπάτρις του Ανδρέα Κάλβου

Ὦ φιλτάτη πατρίς,
ὦ θαυμασία νῆσος,
Ζάκυνθε· σὺ μοῦ ἔδωκας
τὴν πνοήν, καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος
τὰ χρυσὰ δῶρα! 5

β´.
Καὶ σὺ τὸν ὕμνον δέξου·
ἐχθαίρουσιν οἱ Ἀθάνατοι
τὴν ψυχήν, καὶ βροντάουσιν
ἐπὶ τὰς κεφαλὰς
τῶν ἀχαρίστων. 10

γ´.
Ποτὲ δὲν σὲ ἐλησμόνησα,
ποτέ· – Καὶ ἡ τύχη μ᾿ ἔρριψε
μακρὰ ἀπόσε· μὲ εἶδε
τὸ πέμπτον τοῦ αἰῶνος
εἰς ξένα ἔθνη. 15

δ´.
Ἀλλὰ εὐτυχής, ἢ δύστηνος
ὅταν τὸ φῶς ἐπλούτη
τὰ βουνά, καὶ τὰ κύματα,
σὲ ἐμπρὸς τῶν ὀφθαλμῶν μου
πάντοτες εἶχον. 20

ε´.
Σύ, ὅταν τὰ οὐράνια
ρόδα μὲ᾿ τὸ ἀμαυρότατον
πέπλον σκεπάζῃ ἡ νύκτα,
σὺ εἶσαι τῶν ὀνείρων μου
ἡ χαρὰ μόνη. 25

ς´.
Τὰ βήματά μου ἐφώτισε
ποτὲ εἰς τὴν Αὐσονίαν,
γῆ μακαρία, ὁ ἥλιος·
κεῖ καθαρὸς ὁ ἀέρας
πάντα γελάει. 30

ζ´.
Ἐκεῖ ὁ λαὸς ηὐτύχησεν·
ἐκεῖ ἡ Παρνάσιαι κόραι
χορεύουν, καὶ τὸ λύσιον
φύλλον αὐτῶν τὴν λύραν
κεῖ στεφανώνει. 35

η´.
Ἄγρια, μεγάλα τρέχουσι
τὰ νερὰ τῆς θαλάσσης,
καὶ ρίπτονται, καὶ σχίζονται
βίαια ἐπὶ τοὺς βράχους
ἀλβιονείους. 40

θ´.
Ἀδειάζει ἐπὶ τὰς ὄχθας
τοῦ κλεινοῦ Ταμησσοῦ,
καὶ δύναμιν, καὶ δόξαν,
καὶ πλοῦτον ἀναρίθμητον
τὸ ἀμαλθεῖον. 45

ι´.
Ἐκεῖ τὸ αἰόλιον φύσημα
μ᾿ ἔφερεν· ἡ ἀκτῖνες
μ᾿ ἔθρεψαν, μ᾿ ἐθεράπευσαν
τῆς ὑπεργλυκυτάτης
ἐλευθερίας. 50

ια´.
Καὶ τοὺς ναούς σου ἐθαύμασα
τῶν Κελτῶν ἱερὰ
πόλις· τοῦ λόγου ποία,
ποία εἰς ἐσὲ τοῦ πνεύματος
λείπει ἀφροδίτη; 55

ιβ´.
Χαῖρε Αὐσονία, χαῖρε
καὶ σὺ Ἀλβιών, χαιρέτωσαν
τὰ ἔνδοξα Παρίσια·
ὡραία καὶ μόνη ἡ Ζάκυνθος
μὲ κυριεύει. 60

ιγ´.
Τῆς Ζακύνθου τὰ δάση,
καὶ τὰ βουνὰ σκιώδη,
ἤκουον ποτὲ σημαίνοντα
τὰ θεῖα τῆς Ἀρτέμιδος
ἀργυρᾶ τόξα. 65

ιδ´.
Καὶ σήμερον τὰ δένδρα,
καὶ τὰς πηγὰς σεβάζονται
δροσερὰς οἱ ποιμένες·
αὐτοῦ πλανῶνται ἀκόμα
ἡ Νηρηΐδες. 70

ιε´.
Τὸ κῦμα ἰώνιον πρῶτον
ἐφίλησε τὸ σῶμα·
πρῶτοι οἱ ἰώνιοι Ζέφυροι
ἐχάϊδευσαν τὸ στῆθος
τῆς Κυθερείας. 75

ις´.
K᾿ ὅταν τὸ ἐσπέριον ἄστρον
ὁ οὐρανὸς ἀνάπτῃ,
καὶ πλέωσι γέμοντα ἔρωτος
καὶ φωνῶν μουσικῶν
θαλάσσια ξύλα· 80

ιζ´.
Φιλεῖ τὸ ἴδιον κῦμα,
οἱ αὐτοὶ χαϊδεύουν Ζέφυροι
τὸ σῶμα καὶ τὸ στῆθος
τῶν λαμπρῶν Ζακυνθίων
ἄνθος παρθένων. 85

ιη´.
Μοσχοβολάει τὸ κλίμα σου,
ὦ φιλτάτη πατρίς μου,
καὶ πλουτίζει τὸ πέλαγος
ἀπὸ τὴν μυρωδίαν
τῶν χρυσῶν κήτρων. 90

ιθ´.
Σταφυλοφόρους ρίζας,
ἐλαφρά, καθαρά,
διαφανῆ τὰ σύννεφα
ὁ βασιλεὺς σοῦ ἐχάρισε
τῶν Ἀθανάτων. 95

κ´.
Ἡ λαμπὰς ἡ αἰώνιος
σοῦ βρέχει τὴν ἡμέραν
τοὺς καρπούς, καὶ τὰ δάκρυα
γίνονται τῆς νυκτὸς
εἰς ἐσὲ κρίνοι. 100

κα´.
Δὲν ἔμεινεν ἔαν ἔπεσε
ποτὲ εἰς τὸ πρόσωπόν σου
ἡ χιῶν· δὲν ἐμάρανε
ποτὲ ὁ θερμὸς Κύων,
τὰ σμάραγδά σου. 105

κβ´.
Εἶσαι εὐτυχής· καὶ πλέον
σὲ λέγω εὐτυχεστέραν,
ὅτι σὺ δὲν ἐγνώρισας
ποτὲ τὴν σκληρὰν μάστιγα
ἐχθρῶν, τυράννων. 110

κγ´.
Ἂς μὴ μοῦ δώσῃ ἡ μοῖρα μου
εἰς ξένην γῆν τὸν τάφον·
εἶναι γλυκὺς ὁ θάνατος
μόνον ὅταν κοιμώμεθα
εἰς τὴν πατρίδα. 115


Πηγές: Βικιπαιδεία, uoa.gr/nektar-arts-poetry