Η γυναίκα που περπάτησε το δρόμο της ποίησης ως πιθανό φάρμακο στην κατάθλιψη

“Σου αρέσω;
ρώτησα το μπλε σακάκι.
Καμία απάντηση.
Σιωπή αναπήδησε απ’ τα βιβλία του.
Σιωπή έσταξε απ’ τη γλώσσα του
και κάθισε ανάμεσά μας
κι έφραξε το λαιμό μου.
Έσφαξε την εμπιστοσύνη μου.
Άρπαξε από το στόμα μου τσιγάρα.
Ανταλλάξαμε λέξεις τυφλές
και δεν έκλαψα,
δεν ικέτεψα,
μαυρίλα πλάκωσε την καρδιά μου
και κάτι που είχε υπάρξει καλό,
ένα είδος φιλεύσπλαχνου οξυγόνου,
έγινε φούρνος του γκαζιού.
Σου αρέσω;
Τι εξωφρενικό!
Τι ερώτηση είναι αυτή;
Τι σιωπή είναι αυτή;
Και γιατί περιφέρομαι ακόμα εδώ
διάτρητη απ’ όσα είπε η σιωπή του;”

Ανν Σέξτον (1928-1974) – “Μαθήματα στην Πείνα”


Η αμερικανίδα Ανν Σέξτον μέσω της ποίησης βίωνε καθημερινές της εξομολογήσεις. Μια γυναίκα καταθλιπτική, βασανισμένη από προσωπικά βιώματα από την παιδική της κιόλας ηλικία και μια συνέχεια προβληματική με αλλεπάλληλες εισόδους σε κλινικές και ψυχιατρικά ιδρύματα, απόπειρες αυτοκτονίας και προσπάθειες απόδρασης από την καθημερινότητα. Μία γυναίκα πανέμορφη, με ιστορικό μοντέλου, η οποία δημιούργησε δική της οικογένεια με δυο παιδιά, άφησε κληρονομιά στην παγκόσμια ιστορία της ποίησης, γραμμές και λέξεις γεμάτες ειλικρίνεια και συναίσθημα, ψυχρές αλήθειες και ωμή πραγματικότητα μπλεγμένες με ονειρικό περιεχόμενο και εικόνες φαντασίας.

Η Αν Σέξτον, βραβευμένη με το βραβείο Πούλιτζερ το 1967, είναι μία από τις σπουδαιότερες ποιήτριες των αμερικανικών γραμμάτων και θεωρείται η σημαντικότερη εκπρόσωπος της λεγόμενης εξομολογητικής ποίησης. Η Σέξτον δεν δίστασε να φέρει στο φως θραύσματα από το “πιο βαθύ και πιο σπασμένο κομμάτι (της)”, γράφοντας για πρώτη φορά τόσο ανοιχτά για τις εμπειρίες της από τις ψυχιατρικές κλινικές, τον αλκοολισμό του πατέρα της, τη βαριά επιρροή της μητέρας της στη ζωή της, την παιδική ηλικία, αλλά και τους εραστές της, τη μητρότητα, τη θηλυκότητα, την τρέλα και βεβαίως το θάνατο. Ήδη από την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής της το 1960, τα ποιήματά της είχαν τεράστια απήχηση σε κοινό και κριτικούς και η ίδια ήταν εξαιρετικά δημοφιλής καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της.

Δυστυχώς υπέφερε από κατάθλιψη το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Στην πραγματικότητα η συγγραφή ποίησης της είχε προταθεί ως πιθανό φάρμακο που θα οδηγούσε στην θεραπεία της κατάστασής της. Η πρώτη κατάρρευση της Σέξτον έλαβε χώρα το 1954. Μετά από μια δεύτερη κατάρρευση το 1955, η Ανν συνάντησε τον Δρ. Μάρτιν Ορνε στο Νοσοκομείο Γκλενσάιντ, ο οποίος την ενθάρρυνε να ξεκινήσει τη συγγραφή ποίησης και έτσι εγγράφηκε στο πρώτο της εργαστήρι ποίησης με δάσκαλο τον Τζον Χολμς.

Μετά το εργαστήρι η Σέξτον γνώρισε γρήγορη επιτυχία με την ποίησή της, και τα ποιήματά της έγιναν δεκτά από τα The New Yorker, Harper’s Magazine και Saturday Review. Παρακολούθησε ένα ποιητικό εργαστήρι μαζί με τη Σύλβια Πλαθ, στο οποίο δίδασκε ο Ρόμπερτ Λόουελλ. Αργότερα, η ίδια η Σέξτον δίδασκε σε εργαστήρια στο Κολέγιο της Βοστώνης, στο Κολέγιο Ομπερλίν και στο Πανεπιστήμιο Κολγκέιτ. Η Ανν Σέξτον είναι το σύγχρονο μοντέλο του εξομολογητικού ποιητή. Υπό αυτή την έννοια, η Σέξτον άνοιξε την πόρτα όχι μόνο σε γυναίκες ποιήτριες, αλλά και σε γυναικεία θέματα. Η Σέξτον έγραψε για την εμμηνόρροια, την έκτρωση, τον αυνανισμό και τη μοιχεία την εποχή που τα ζητήματα αυτά δεν υπήρχαν καν ως θέματα απλών συζητήσεων, βοηθώντας στον επαναπροσδιορισμό των ορίων της ποίησης.


Δεν υπήρχαν ποτέ χαρούμενες μνήμες; Ναι, τότε που μαζί με την Σύλβια Πλαθ και τον (ποιητή και εραστή της) Τζορτζ Στάρμπακ παρακολουθούσαν τα μαθήματα του Ρόμπερτ Λόουελ (που της δίδαξε όχι πώς να γράφει αλλά τι να αφαιρεί) και μετά το μάθημα ανέβαιναν κι οι τρεις στο μπροστινό κάθισμα της παλιάς της Φορντ και πήγαινα στο ξενοδοχείο Ritz, παρκάροντας παράνομα στην Ζώνη Φόρτωσης, λέγοντας, “κι εμείς να φορτώσουμε ήρθαμε”. Με την Πλαθ μοιραζόταν πολλές κουβέντες περί θανάτου και αυτοκτονίας, το θέμα τις τραβούσε “σαν έντομα σε ηλεκτρικό γλόμπο”. Εκείνη της διηγούνταν την ιστορία της πρώτης της απόπειρας «με γλυκές και τρυφερές λεπτομέρειες», που ταυτίζονταν με τις περιγραφές του Γυάλινου Κώδωνα. Λες και ο θάνατος μας καθιστούσε λίγο πιο υπαρκτούς εκείνη τη στιγμή. Όπως άλλωστε αναφέρει η Σέξτον, οι δυο ποιήτριες αλληλοεπηρεάστηκαν: η Πλαθ εν ζωή από εκείνη, εκείνη από την Πλαθ μετά την αυτοκτονία της και το Άριελ.

‘Εγραψε για την φίλη της Σύλβια Πλαθ όταν έφυγε:

Ο θάνατος της Σίλβια

“Ω Σύλβια, Σύλβια,
μ’ ένα νεκρό κουτί γεμάτο πέτρες και κουτάλια,

με δυο παιδιά, δυο διάττοντες
που τριγυρνούν αδέσποτοι σ’ ένα μικρό δωμάτιο παιχνιδιών,

με το στόμα σου στο σεντόνι
στο δοκάρι της στέγης, στη βουβή προσευχή,

(Σύλβια, Σύλβια
πού πήγες
αφού μου έγραψες
από το Ντεβονσάιρ
για την καλλιέργεια της πατάτας
και τη μελισσοκομία;)

σε τι παραστεκόσουν,
πώς πλάγιασες μέσα του έτσι απλά;

Κλέφτρα! –
πώς σύρθηκες μέσα του

πώς σύρθηκες μονάχη
μέσα στο θάνατο που επιζητούσα τόσο έντονα,
για τόσο καιρό

μέσα στο θάνατο που και οι δυο μας λέγαμε πως ξεπεράσαμε
αυτόν που φορούσαμε στα λιπόσαρκα στήθη μας

αυτόν για τον οποίο μιλούσαμε τόσο συχνά, κάθε φορά
που κατεβάζαμε τρία έξτρα ντράι μαρτίνι στη Βοστόνη

τον θάνατο που μίλαγε για αναλυτές και θεραπείες
τον θάνατο που μίλαγε σαν πολύφερνη νύφη

τον θάνατο που του κάναμε προπόσεις
– τα κίνητρα και μετά η αθόρυβη πράξη;

(Στη Βοστόνη
οι πεθαμένοι
μπαίνουν σε ταξί
ναι, ο θάνατος πάλι,
αυτή η επιστροφή στο σπίτι
με το το αγόρι μας).

Ω, Σύλβια, θυμάμαι τον νυσταγμένο τυμπανιστή
που κρατούσε τον ρυθμό στα μάτια μας με μια παλιά ιστορία

πώς ήθελε να τον αφήσουμε σαν σαδιστής
να πλησιάσει ή σαν νεράιδα Νεοϋορκέζα

να κάνει την δουλειά του,
μια αναγκαιότητα, ένα παράθυρο στον τοίχο ή ένα λίκνο·

κι αυτό περίμενε από τότε
κάτω από την καρδιά μας, στο ντουλάπι μας,

και βλέπω τώρα ότι τον αποθησαυρίζουμε
χρόνο με τον χρόνο, παλιές αυτοκτονίες

και δοκιμάζω με το νέο του θανάτου σου
μια γεύση του απαίσια, που μοιάζει με αλάτι.

(Κι εγώ,
κι εγώ επίσης.
Και τώρα, Σύλβια,
εσύ ξανά
με τον θάνατο ξανά
αυτή η επιστροφή στο σπίτι
με το το αγόρι μας).

Και λέω μόνο,
με τα μπράτσα απλωμένα σ’ αυτόν τον πέτρινο τόπο,

τι άλλο είναι ο θάνατός σου
από ένα παλιό προσωπικό αντικείμενο,

ένα σημάδι που έπεσε
από ένα σου ποίημα;

(Ω, φίλη μου,
όσο έχει κακό φεγγάρι
και ο βασιλιάς έχει εξαφανιστεί
και η βασίλισσα είναι σε πλήρες αδιέξοδο,
ο θαμώνας των μπαρ πρέπει να τραγουδά!)

Ω, μικροσκοπική μητέρα
κι εσύ επίσης!
Ω, αστεία δούκισσα!
Ω, ξανθό κορίτσι!”


Το 1973 νοσηλεύτηκε τρεις φορές, ζήτησε διαζύγιο από τον σύζυγό της, ενώ η κατάστασή της απομάκρυνε σταδιακά από κοντά της και τους πιο επιστήθιους φίλους της.
Στις 4 Οκτωβρίου του 1974 επιστρέφοντας στο σπίτι της έκανε μία ακόμη απόπειρα αυτοκτονίας, επιτυχημένη αυτήν τη φορά.. στο γκαράζ μέσα στην κόκκινή της Cougar, αφήνοντας αναμμένη τη μηχανή και ανοιχτό το ραδιόφωνο. Έκτοτε, η ποίηση της Αν Σέξτον εξακολουθεί να συγκλονίζει, λειτουργώντας σαν το “τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας”


Ακούγοντας την Ανν Σέξτον να απαγγέλει ποίημα της, το συναίσθημα που δημιουργείται δεν εκφράζεται με λόγια.. και οι λέξεις ηχούν η κάθεμια ξεχωριστά, με δύναμη μέσα στη ψυχή για όσα έζησε και όσα κάνουν τον ακροατή να ταυτιστεί μαζί της


Το 1986 ο Βρετανός μουσικός Πίτερ Γκάμπριελ έγραψε ένα τραγούδι, το ‘Mercy Street’, αφιερωμένο στην Ανν Σέξτον.


Ο αγαπημένος μου Θάνος Ανεστόπουλος μελοποίησε το “Μαθήματα στη Πείνα” της Ανν Σέξτον…


Πηγές: pandoxeio.com, Βικιπαιδεία