Αλμπέρ Καμύ “Ο Ξένος”,το Νόμπελ Λογοτεχνίας και η φιλοσοφία του παραλόγου

 

“Μη βαδίζεις μπροστά μου γιατί μπορεί να μην σε ακολουθήσω. Μη βαδίζεις πίσω μου γιατί μπορεί να μη σε οδηγήσω. Βάδιζε πλάι μου και γίνε ο σύντροφός μου.”

Αλμπέρ Καμύ (1913-1960)

 

O Αλμπέρ Καμύ, ο Γάλλος μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, και δοκιμιογράφος, τιμήθηκε σαν σήμερα 17 Οκτωβρίου του 1957 με το Βραβείο Νόμπελ. Γεννήθηκε στο Μοντοβί της Αλγερίας και σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα στο Σανς της Γαλλίας, μαζί με τον εκδότη του Μισέλ Γκαλιμάρ. Ιδρυτής του “Theatre du Travail” (1935), για το οποίο δούλεψε ως σκηνοθέτης, διασκευαστής, ηθοποιός και θεωρητικός, χρωστά σχεδόν εξίσου τη φήμη του στα μυθιστορήματά του “Ο Ξένος”,“Η Πανούκλα” κι αργότερα “Η Πτώση” όσο και στα θεατρικά του έργα “Καλιγούλας”, “Οι δίκαιοι” αλλά και στα φιλοσοφικά του δοκίμια “Ο μύθος του Σισσύφου”, “Ο επαναστατημένος άνθρωπος”.

Το λογοτεχνικό αριστούργημα που χάρισε στον Αλμπέρ Καμύ το Νόμπελ Λογοτεχνίας ήταν “Ο Ξένος”, μέσω του οποίου ο συγγραφέας, συνέδεσε το όνομα του με ένα προσωπικό δόγμα, τη φιλοσοφία του παραλόγου.

 

“Όλα γίνονται από μια συνήθεια. Είμαστε γελοίοι αριθμοί μιας κοινωνίας που ενεργεί από συνήθεια, μισούμε ή αγαπάμε από συνήθεια και σκεπτόμαστε τα «μεγάλα προβλήματα» από συνήθεια”

 

ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ.

Τη ζωή αξίζει να τη ζούμε; Για τους περισσότερους ανθρώπους, το να ζεις συγκεντρώνεται στο να “κάνεις αυτό που σου επιβάλλει η συνήθεια”. Η συνειδητοποίηση της ματαιότητας μιας τέτοιας στάσης ζωής, είναι σπάνια, προσωπική και δε μπορείς να τη μοιραστείς με κανέναν, μιας και οι συμπερασματικές σκέψεις ίσως οδηγούν και σε αυτοκαταστροφικά αποτελέσματα. Μπορεί να ξεπεταχτεί μέσα από τη “ναυτία” που σου προκαλεί η μηχανική φύση της ύπαρξης χωρίς σκοπό: “Φτάνει η στιγμή που το σκηνικό καταρρέει. Πρωινό ξύπνημα, τραμ, τέσσερις ώρες γραφείο ή εργοστάσιο, φαγητό, ύπνος και Δευτέρα, τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στον ίδιο πάντα ρυθμό, αυτός είναι ο δρόμος που εύκολα ακολουθούμε τον περισσότερο καιρό.” Μια κάποια μέρα ορθώνεται το “γιατί” κι όλα αρχίζουν μέσα σ’αυτήν την κόπωση, που έχει και μια χροιά αηδίας. Αυτή η αποκάλυψη μπορεί να γεννηθεί από το αίσθημα “του παράξενου” της φύσης, της πρωτόγονης εχθρικότητας του κόσμου, όπου ξαφνικά νιώθεις ξένος. Ή πάλι μπορεί να γεννηθεί από τη σκέψη, ότι όλες οι μέρες μιας ζωής χωρίς λάμψη, είναι ανόητα εξαρτημένες από το αύριο, έτσι που ο χρόνος που μας οδηγεί στην εκμηδένιση των προσπαθειών μας, να ναι ο χειρότερος εχθρός μας.
Και τέλος η σιγουριά του θανάτου, αυτή η “στοιχειώδης και καθοριστική πλευρά της περιπέτειας”, αυτή είναι που μας αποκαλύπει το παράλογο: “Κάτω από το θανατερό φωτισμό του πεπρωμένου, εμφανίζεται το ανώφελο. Καμία ηθική και καμία προσπάθεια δεν δικαιολογούνται a priori, μπροστά στα αιματηρά μαθηματικά της κατάστασης μας. Εξάλλου η διάνοια, αναγνωρίζοντας την ανικανότητα της να καταλάβει τον κόσμο, μας λέει και αυτή με τον τρόπο της ότι αυτός ο κόσμος είναι παράλογος, ή μάλλον “κατοικημένος από παράλογα όντα”.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ.
“Ο Ξένος” είναι εν μέρει η μυθιστορηματική μεταφορά των ιδεών που περιέχονται σ’αυτό το δοκίμιο πάνω στο παράλογο. Ο Μερσώ, ο αφηγητής, είναι ένας μέσος υπάλληλος γραφείου στο Αλγέρι. Αφηγείται την ύπαρξή του σε όλη της τη μετριότητα, περιορισμένη να κυλάει μηχανικά με κινήσεις καθημερινές και να ζητάει ενστικτωδώς τις στοιχειώδεις αισθήσεις. Ζει μέσα σε ένα είδος νάρκης, σε μια παράξενη αδιαφορία. Τη στιγμή που πρόκειται να κάνει κάτι, παρατηρεί συχνά ότι μπορεί να κάνει το ένα ή το άλλο και ότι “του είναι αδιάφορο”. Αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο προτού συνειδητοποιήσει το παράλογο, αλλά που είναι ήδη προετοιμασμένος γι’αυτή τη σαφή αφύπνιση. Δίχως ψευδαισθήσεις για τις καθιερωμένες αξίες, φέρεται σα να μην έχει η ζωή κανένα νόημα. Η εντύπωση που προκαλεί στον αναγνώστη η αφήγηση, είναι αυτή η αποκαρδιωτική αίσθηση, που κατά τον Καμύ είναι κάτι το θετικό, γιατί μας οδηγεί στο αίσθημα του παραλόγου.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ “ΞΕΝΟ”.

“Tότε ακριβώς όλα τρεμούλιασαν. H θάλασσα ξέρασε μια πνοή βαριά και διάπυρη. Mου φάνηκε πως ο ουρανός άνοιγε διάπλατα για να ρίξει πύρινη βροχή. Oλόκληρο το είναι μου τεντώθηκε και το χέρι μου έσφιξε σπασμωδικά το περίστροφο. H σκανδάλη υποχώρησε, άγγιξα τη γυαλιστερή κοιλιά της κάννης, κι εκεί, μέσα στον απότομο και συνάμα εκκωφαντικό κρότο, άρχισαν όλα.

Tίναξα από πάνω μου τον ιδρώτα και τον ήλιο. Kατάλαβα ότι είχα καταστρέψει την ισορροπία της μέρας, την εξαιρετική σιωπή μιας ακρογιαλιάς όπου είχα περάσει ευτυχισμένες στιγμές. Tότε, πυροβόλησα άλλες τέσσερις φορές πάνω σ’ ένα ακίνητο κορμί όπου οι σφαίρες βυθίζονταν χωρίς καμιά αντίδραση.

Kαι ήταν σαν να ’δινα τέσσερα κοφτά χτυπήματα πάνω στην πόρτα της δυστυχίας”.


Πηγή: “Ο Ξένος” (εκδόσεις “γράμματα”)