Ο μελαγχολικός ποιητής και η σύντροφός του, που έδωσαν τέλος στη ζωή τους νωρις

 

“… αν μπορούσα να δω μέσα στην καρδιά μου, να μαζέψω τις σκέψεις μου, και με τα γυμνά χέρια μου να τις αφήσω, χωρίς πρόσθετα στολίδια, στη δική σου καρδιά, τότε, ομολογώ, η πιο κρυφή επιθυμία της ψυχής μου θα έχει εκπληρωθεί.”

Χάινριχ φον Κλάιστ (1777-1811)

Απόσπασμα από “Letter from One Poet to Another”

 

 


21 Νοεμβρίου του 1811. Μεσημέρι στις όχθες της λίμνης Βανζέε, κοντά στο Βερολίνο. Ένα ζευγάρι απολαμβάνει μερικές γουλιές τσάι, αψηφόντας το κρύο και χαζεύει τα πράσινα νερά της λίμνης. Έπειτα περπατούν, κυνηγιούνται και ρίχνουν βότσαλα στη λίμνη. Εκείνος ρομαντικός ποιητής και συγγραφέας, εκείνη τραγουδίστρια. Εκείνος αποδοκιμασμένος από το κόσμο και τους επικριτές της τέχνης του, εκείνη φιλήσυχη μητέρα ενός παιδιου, σύζυγος άλλου άνδρα και ερωτευμένη με τον ποιητή. Εκείνος 34 ετών, αποφασισμένος να ακολουθήσει τη βαθύτερη επιθυμία του, εκείνη 31 ετών, βαριά άρρωστη με διάγνωση πως ο θάνατος θα ερχόταν με τον πιο οδυνηρό τρόπο. Ότι θα ακολουθούσε, ανήκει στη σφαίρα της φανταστικής λογοτεχνίας, όμως είναι πραγματικότητα. Ο άνδρας έβγαλε ένα περίστροφο από το παντελόνι του περιποιημένου κοστουμιού του και κοιτάζοντας τη ντυμένη με λευκό φόρεμα φίλη του στα μάτια, στόχευσε προς το μέρος της. Ο πυροβολισμός ακούστηκε σαν κεραυνός που σκίζει τον ουρανό πριν την απότομη καταιγίδα και η σφαίρα διαπέρασε τη γυναίκα στο σημείο της καρδιάς.

Ανριέττα Βόγκελ

Το πρώτο μέρος της συμφωνίας έγινε. Αφού τοποθέτησε τα χέρια της γυναίκας σταυρωτά πάνω στο στήθος της, προχωρησε κάποια βηματα και με το πρόσωπο ψηλά, τοποθέτησε το περίστροφο στο στόμα του, πατώντας τη σκανδάλη. Η συμφωνία θανάτου των δύο συντρόφων είχε ολοκληρωθεί και το ταξίδι για τον Παράδεισο ξεκινούσε.

Ο μελαγχολικός, ρομαντικός ποιητής Χάινριχ φον Κλάιστ, είχε βρει την συντροφιά που ζητούσε για να αποχωρήσει από αυτό τον κόσμο, την Ανριέττα Βόγκελ. Στις 20 Νοεμβρίου το ζευγάρι κατευθύνθηκε με άμαξα προς το Πότσνταμ. Ένα μίλι έξω από την πόλη, σταμάτησαν στο πανδοχείο Zum Stimming, το οποίο βρισκόταν στις όχθες της λίμνης Βανζέε, όπου πέρασαν το βράδυ τους. Εκεί φρόντισαν να γράψουν επιστολές στους κοντινούς τους ανθρώπους, εξηγώντας τους λόγους της απόφασης τους να φύγουν από τη ζωή.

 


Επιστολή του ποιητή στην αδερφή του Ουλρίκε κλάιστ:

Noέμβρης 1811
“Δεν μπορώ να πεθάνω πλήρης και ευτυχισμένος, καθώς είμαι, χωρίς προηγουμένως να συμφιλιωθώ με όλον τον κόσμο και προπάντων μ’ εσένα… Είθε να σου χαρίσει ο ουρανός ένα θάνατο που, έστω και κατά το ήμισυ, να προσεγγίζει την ευτυχία και την απερίγραπτη χαρά που νιώθω εγώ τώρα…”

Επιστολή του ποιητή στην εξαδέλφη του Μαρί:

Nοέμβρης 1811
“…Πίστεψε με, αισθάνομαι τόσο ευτυχισμένος. Πρωί και βράδυ πέφτω στα γόνατα μπροστά στο Θεό, κάτι που μέχρι τώρα δεν είχα μπορέσει να κάνω- τώρα. Του χρωστάω χάρη, γιατί ο Θεός αποζημίωσε τη ζωή μου, την πιο βασανιστική ζωή που έζησε ποτέ άνθρωπος, μ’ ένα από τους πιο υπέροχους και ηδονικούς θανάτους… Η απόφαση της να θέλει να πεθάνει μαζί μου με τράβηξε στην αγκαλιά της, με τέτοια ανείπωτη και ακαταμάχητη δύναμη που δεν μπορώ να σου την περιγράψω… Ακριβή μου φίλη, ας με καλούσε γρήγορα ο Θεός σ’ αυτόν τον καλύτερο κόσμο…”

“…αν περνούσε ακόμη από το χέρι μου, σε διαβεβαιώνω πως θα παραιτούμουν από την απόφαση μου να πεθάνω. Όμως, στ’ ορκίζομαι, μου είναι τελείως αδύνατο να εξακολουθήσω να ζω. Η ψυχή μου είναι τόσο πληγωμένη… Όμως, δεν μπορώ να αντέξω να βλέπω να μου συμπεριφέρονται σαν να ‘μουν ένα τίποτα, ένα άχρηστο μέλος της κοινωνίας, και να μη μου αναγνωρίζεται η παραμικρή αξία… Έχε γεια! Είσαι η μόνη πάνω στη γη που θα ήθελα να δω ξανά. …Βρήκα μια φίλη που η ψυχή της φτερουγίζει σαν μικρός αετός… Που καταλαβαίνει πως η θλίψη μου είναι μεγάλη, βαθύρριζη και ανίατη, και γι’ αυτό, παρ’ όλο που έχει τον τρόπο να με κάνει ευτυχισμένο, θέλει να πεθάνει μαζί μου. Που μου δίνει την απερίγραπτη ευχαρίστηση να θέλει να σκοτωθεί τόσο εύκολα κι αμέριμνα…”

 

 


Ο Γερμανός Χάινριχ φον Κλάιστ στον 20ο αιώνα αναγνωρίστηκε ως ένας σπουδαίος λογοτέχνης του φανταστικού, αλλά κυρίως ως ένας από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς της ιστορίας. Μάλιστα εκείνοι που πρωτοστάτησαν στην αναγνώρισή του δεν ήταν μόνο οι κατά καιρούς νεορομαντικοί, αλλά και κορυφαίοι εκπρόσωποι των καλλιτεχνικών κινημάτων της (avant garde) πρωτοπορίας. Τα έργα του έχουν παιχτεί πλέον σε μεγάλες θεατρικές σκηνές και μεταφέρονται στον κινηματογράφο. Το βραβείο Κλάιστ, ένα βραβείο κύρους πάνω στην γερμανική λογοτεχνία, πήρε το όνομά του από αυτόν, όπως και το Θέατρο Κλάιστ στην ιδιαίτερη πόλη του Frankfurt an der Oder.


Ο Χάινριχ φον Κλάιστ (Heinrich von Kleist)  γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1777 στη μικρή πόλη της Φρανκφούρτης-πάνω-στον-Όντερ. Οι γονείς του πέθαναν όταν ο Κλάιστ ήταν ακόμη μικρός και μια θεία του ανέλαβε την ανατροφή του. Το 1788 ο Κλάιστ στάλθηκε σε οικοτροφείο και σε ηλικία 14 ετών κατατάχτηκε στη Φρουρά του Πότσνταμ. Έμεινε στο στρατό μέχρι το 1799. Το 1801 ο Κλάιστ πήγε στο νησί Ντελοζέα στην ελβετική λίμνη Τουν. Εκεί γνώρισε μια σύντομη περίοδο ευτυχίας, αρκετή για να ολοκληρώσει το πρώτο του θεατρικό έργο, “Οικογένεια Γκόνορετς”, που στη συνέχεια το έβαλε να διαδραματίζεται στη Γερμανία και του έδωσε τον τίτλο “Οικογένεια Στρόφενσταϊν” (1803). Με τη συγγραφή θεατρικών έργων ασχολήθηκε από το 1803 μέχρι το 1811: “Η οικογένεια Στρόφενσταϊν”, 1803, “Η σπασμένη στάμνα”, 1806, “Αμφιτρύων”, 1807, “Πενθεσίλεια”, 1807, “Το Κατερινάκι του Χάιλμπρον”, 1807, “Η μάχη του Χέρμαν”, 1808, και “Πρίγκιπας Φρειδερίκος του Χόμπουργκ”, 1811. Έγραψε διηγήματα και νουβέλες από το 1806 έως το 1811: “Ο σεισμός στη Χιλή”, 1807, “Η Μαρκησία του Ο…”, 1808, “Μίχαελ Κολχάας”, “Η ζητιάνα του Λοκάρνο”, 1810, “Ο έκθετος”, “Αρραβωνιάσματα στον Άγιο Δομήνικο”, “Η Αγία Καικιλία ή η δύναμη της μουσικής” και “Η μονομαχία”, 1811. Το 1807 ο Κλάιστ ξεκίνησε ένα μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό, τον “Φοίβο”. Ήταν το όχημα για τη δημοσίευση αποσπασμάτων των έργων του, αλλά μια σειρά από αντιξοότητες ακολούθησε την περίοδο της καλοτυχίας. Παρόλο που ο Γκαίτε συμφώνησε ν ανεβάσει τη “Σπασμένη στάμνα”, απέρριψε την “Πενθεσίλεια”. Επιπλέον η “Σπασμένη στάμνα” απέτυχε στη σκηνή της Βαϊμάρης, οι σχέσεις μεταξύ Γκαίτε και Κλάιστ έγιναν τεταμένες και ο “Φοίβος” έκλεισε τον Δεκέμβριο του 1808. Την περίοδο κατάθλιψης ακολούθησε ένας ανανεωμένος ενθουσιασμός. Το 1810 εξέδωσε την πρώτη ημερήσια πρωσική εφημερίδα “Berliner Abendblatter”, η οποία όμως έκλεισε τον Μάρτιο του 1811. Στην “Berliner Abendblatter” δημοσιεύθηκαν μερικά από τα διηγήματά του όπως το “Η Αγία Καικιλία ή η δύναμη της μουσικής” και σημαντικά δοκίμια, με κυριότερο το “Σχετικά με το θέατρο των μαριονετών”, 1810. Το κλείσιμο της εφημερίδας του έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Στράφηκε πάλι στο θέατρο, αλλά κανείς δεν ήταν πρόθυμος ν ανεβάσει έργο του. Τότε έτυχε να συναντήσει τη Ανριέττα Βόγκελ, μια παντρεμένη γυναίκα που έπασχε από ανίατο καρκίνο. Ο Κλάιστ στράφηκε στη Βόγκελ που με ενθουσιασμό ασπάστηκε την ιδέα ενός διπλού θανάτου. Ετοίμασαν επιμελώς τις τελικές λεπτομέρειες. Ο Κλάιστ έκαψε τα υπολείμματα των έργων του (μαζί και την αυτοβιογραφική νουβέλα του “Η ιστορία της ψυχής μου”, που λέγεται ότι είχε καταπλήξει τους ελάχιστους που τη διάβασαν). Στις 21 Νοεμβρίου του 1811, βγήκαν στην εξοχή και ήπιαν τσάι, εκεί ο Κλάιστ πρώτα πυροβόλησε τη Βόγκελ κι έπειτα τον εαυτό του.


Πηγές: authorsandwriterstooktheirownlives.blogspot.com, Βικιπαιδεία