Κι αν έφυγες νωρίς στα νεύρα σου μπερδεύτηκε όλη η φύση…

“Καλὸ ταξίδι, ἀλαργινὸ καράβι μου, στοῦ ἀπείρου
καὶ στῆς νυχτὸς τὴν ἀγκαλιά, μὲ τὰ χρυσά σου φῶτα!
Νά ῾μουν στὴν πλώρη σου ἤθελα, γιὰ νὰ κοιτάζω γύρου
σὲ λιτανεία νὰ περνοῦν τὰ ὀνείρατα τὰ πρῶτα.

Ἡ τρικυμία στὸ πέλαγος καὶ στὴ ζωὴ νὰ παύει,
μακριὰ μαζί σου φεύγοντας πέτρα νὰ ρίχνω πίσω,
νὰ μοῦ λικνίζεις τὴν αἰώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως νὰ ξέρω ποῦ μὲ πᾶς καὶ δίχως νὰ γυρίσω!”

Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928)

“Τελευταίο Ταξίδι” από τη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες (1927)


Ο “Καταραμένος ποιητής” της Ελληνικής κληρονομιάς στους αιώνες, γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου του 1896, και δεν έπαψε στιγμή να “φθονεί ως καταφύγιο την ποίηση”, μέσω της οποίας εμφανώς αποζητούσε τη φυγη και υμνούσε το θάνατο σα να ‘ταν το απώγειο της ψυχικής του ηρεμίας, το λιμάνι του.

Εκπρόσωποι του Έρωτα και του Θανάτου της γενιάς του Νεορομαντισμού και της Νεοσυμβολιστικής Ποίησης του Μεσοπολέμου υπήρξαν ο Φιλύρας και ο Ουράνης, η Πολυδούρη και, βεβαίως, ο Λαπαθιώτης και ο Καρυωτάκης ως κυρίαρχη μορφή. Μια ποίηση που τα χαρακτηριστικά της είναι: “η απαισιοδοξία, η μελαγχολία, η αίσθηση του ανικανοποίητου και του αδιεξόδου, η απουσία ιδανικών και ο θρήνος για την απώλειά τους. Σαν ένας καθρέφτης της σύγχρονης εποχής, μόνο που, τότε, έπαιρναν το βάρος στις ψυχές τους οι ποιητές”.

Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στα Τρίκαλα και μεγάλωσε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, λόγω των συχνών μετακινήσεων της οικογένειας που απαιτούσε η εργασία του πατέρα του. Στην Αθήνα σπόυδασε Νομική και παράλληλα εξέδωσε ποιήματά του σε λαϊκά περιοδικά αλλά και σε εφημερίδες. Εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος κατέληξε στο Υπουργείο Πρόνοιας και μάλιστα στην κεντρική του υπηρεσία, στην Αθήνα. Εκεί η γνωριμία του με τη επίσης “καταραμένη ποιήτρια” Μαρία Πολυδούρη, σηματοδότησε έναν μεγάλο έρωτα, ανεκπλήρωτο στο χρόνο ζωής τους, μα δυνατό στην αιωνιότητα.


Τι Νέοι που φτάσαμεν εδώ…

“Τί νέοι ποὺ φτάσαμεν ἐδῶ, στὸ ἔρμο νησί, στὸ χεῖλος
τοῦ κόσμου, δῶθε ἀπ᾿ τ᾿ ὄνειρο καὶ κεῖθε ἀπ᾿ τὴ γῆ!
Ὅταν ἀπομακρύνθηκεν ὁ τελευταῖος μας φίλος,
ᾔρθαμε ἀγάλι σέρνοντας τὴν αἰώνια πληγή.

Μὲ μάτι βλέπουμε ἀδειανό, μὲ βῆμα τσακισμένο
τὸν ἴδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ᾿ ἄρρωστο κορμί, ποὺ ἐβάρυνε, σὰν ξένο,
ὑπόκωφος ἀπὸ μακριὰ ἡ φωνή μας φτάνει ἀχός.

Ἡ ζωὴ διαβαίνει, πέρα στὸν ὁρίζοντα σειρῆνα,
μὰ θάνατο, καθημερνὸ θάνατο, μὲ χολὴ
μόνο, γιὰ μᾶς ἡ ζωὴ θὰ φέρει, ὅσο ἂν γελᾷ ἡ ἀχτίνα
τοῦ ἥλιου καὶ οἱ αὖρες πνέουνε. Κι εἴμαστε νέοι, πολὺ

νέοι, καὶ μᾶς ἄφησεν ἐδῶ, μιὰ νύχτα, σ᾿ ἕνα βράχο,
τὸ πλοῖο ποὺ τώρα χάνεται στοῦ ἀπείρου τὴν καρδιά,
χάνεται καὶ ρωτιόμαστε τί νά ῾χουμε, τί νά ῾χω,
ποὺ σβήνουμε ὅλοι, φεύγουμ᾿ ἔτσι νέοι, σχεδὸν παιδιά!”


Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922. Η Μαρία ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές, τον “Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων” (1919) και τα “Νηπενθή” (1921) και είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του. Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ενημέρωσε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Η Μαρία αμφέβαλλε πίστεψε πως ήταν πρόφαση του αγαπημένου της για να την εγκαταλείψει και στη συνέχεια αρραβωνιάστηκε με άλλον, μάταια όμως αφού αγαπούσε πάντα τον Καρυωτάκη. Η απώλεια του χωρισμού τους ενέπνευσε και τους δύο ποιητές στο έργο τους, με τον Καρυωτάκη να βιώνει στο μέγιστο την απαισιοδοξία, το ανεκπλήρωτο, την ανάγκη να χαθεί στο άπειρο. Ήταν ο άνθρωπος που άφησε την αγάπη που του δόθηκε απλόχερα, θυσιάζοντας την στο βωμό της ανθρώπινης μοναξιάς.


Παιδικό…

“Τώρα ἡ βραδιά,
γλυκιὰ ποὺ φτάνει,
θὰ μοῦ γλυκάνει
καὶ τὴν καρδιά.

Τ᾿ ἀστέρια ἐκεῖ
θὰ δῶ, θὰ νιώσω
οἱ ἄνθρωποι πόσο
εἶναι κακοί.

Κλαίοντας θὰ πῶ:
«Ἄστρα μου, ἀστράκια
τ᾿ ἄλλα παιδάκια
θὰ τ᾿ ἀγαπῶ.

»Ἂς μὲ χτυποῦν
πάντα κι ἀκόμα.
Θά ῾μαι τὸ χῶμα
ποὺ τὸ πατοῦν.

»Ἄστρα, καθὼς
ἄστρα καὶ κρίνο,
ἔτσι θὰ γίνω
τώρα καλός.”


Η τελευταία επιστολή και ο Θάνατος

Τον Ιούνιο του 1928 έφτασε στην Πρέβεζα όπου και θα έμενε τον τελευταίο μήνα της ζωής του. Ο δήμαρχος Πρεβέζης σε ντοκυμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού παραστατικότατα αφηγείται στιγμές από την τελευταία μέρα. ο Καρυωτάκης πήγε στο τότε παραλιακό καφενείο “Ο Ουράνιος Κήπος” στη θέση Βρυσούλα, ιδιοκτησίας τότε Νιόνιου Καλλίνικου, όπου παρήγγειλε και ήπιε μια βυσσινάδα. Ο καφεπώλης παραξενεύτηκε τότε, γιατί ο ποιητής τού άφησε στο τραπέζι 75 δραχμές πουρμπουάρ, ενώ η τιμή του αναψυκτικού ήταν 5 δρχ. Ζήτησε ένα τσιγάρο να καπνίσει και μια κόλλα χαρτί (τετράδιο) όπου έγραψε τις τελευταίες σημειώσεις του, οι οποίες βρέθηκαν στην τσέπη του και διασώθηκαν. Στην τσέπη του κουστουμιού του πτώματος του Κώστα Καρυωτάκη βρέθηκε επιστολή που γράφει τα εξής: “Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγωδία μου. Τὸ μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περισσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι’ αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική. Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ἦρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ’ αὐτοὺς ἀπευθύνομαι. Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές (!!!), εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά.Ἤμουν ἄρρωστος. Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέση τὴν οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδός Μονῆς Προδρόμου, πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας» Κ.Γ.Κ. [Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν’ ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὡρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου”

Στις 21 Ιουλίου 1928, το απόγευμα 4.30 μ.μ., και σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης περπάτησε από το καφενείο “Ουράνιος Κήπος” της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά. Η τότε χωροφυλακή τράβηξε φωτογραφία του πτώματος η οποία έχει δημοσιευθεί και τον δείχνει κουστουμαρισμένο, με ψαθάκι και με το χέρι με το πιστόλι στο στήθος. Στη θέση αυτή βρίσκεται σήμερα το στρατόπεδο των καυσίμων της 8ης Μεραρχίας Πεζικού και υπάρχει εκεί αναμνηστική μαρμάρινη επιγραφή που τοποθέτησε η Περιηγητική Λέσχη Πρέβεζας το 1970. Η πινακίδα γράφει: “Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928, βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης”.

Στα νεύρα του μπερδεύτηκε όλη η φύση…


Θέλω να φύγω πια…

“Θέλω νὰ φύγω πιὰ ἀπὸ δῶ, θέλω νὰ φύγω πέρα,
σὲ κάποιο τόπο ἀγνώριστο καὶ νέο,
θέλω νὰ γίνω μία χρυσὴ σκόνη μὲς στὸν αἰθέρα,
ἁπλὸ στοιχεῖο, ἐλεύθερο, γενναῖο.

Σὰν ὄνειρο νὰ φαίνονται ἁπαλὸ καὶ νὰ μιλοῦνε
ἕως τὴν ψυχὴ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου,
ὡραῖα νά ῾ναι τὰ πρόσωπα καὶ νὰ χαμογελοῦνε,
ὡραῖος ἀκόμη ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μου.

Σκοτάδι τόσο ἐκεῖ μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχει, θεέ μου,
στὴ νύχτα, στὴν ἀπόγνωση τῶν τόπων,
στὸ φοβερὸ στερέωμα, στὴν ὠρυγὴ τοῦ ἀνέμου,
στὰ βλέμματα, στὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων.

Νὰ μὴν ὑπάρχει τίποτε, τίποτε πιά, μὰ λίγη
χαρὰ καὶ ἱκανοποίησις νὰ μένει,
κι ὅλοι νὰ λένε τάχα πὼς ἔχουν γιὰ πάντα φύγει,
ὅλοι πὼς εἶναι τάχα πεθαμένοι.”


Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ έδωσε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών, όπως του Φρανσουά Βιγιόν, Σάρλ Μπωντλαίρ, Πωλ Βερλαίν, Τριστάν Κορμπιέρ (Les poètes maudits ,όπως ονομάστηκαν ,”Οι Καταραμένοι Ποιητές”), Ζαν Μορεάς, Χάινριχ Χάινε και άλλων. Μερικά από τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από μεγάλους Έλληνες καλλιτέχνες και εκπρόσωπους της ελληνικής ροκ σκηνής, όπως τα Διάφανα Κρίνα και τα Υπόγεια Ρεύματα

Το αίμα του Κώστα Καρυωτάκη κύλισε στο αίμα όλων μας, μέσα από το έργο του. Όσοι είναι εραστές της ποίησης του Ρομαντισμού και του μόνιμου συναισθήματος του ανεκπλήρωτου, στο πέλαγος που λέγεται ζωή, βρίσκουν γαλήνη μα και αναστάτωση, διαβάζοντας… ακούγοντας…


Αναπόφευκτα παραθέτω ένα ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη “Πολύμνια”, μελοποιημένο από τον αγαπημένο μου Θάνο Ανεστόπουλο. Όσα μπορεί να αισθανθείς ακούγοντας το, άσε τα να ταξιδέψουν το μυαλό σε αυτό το κόσμο που έχεις μέσα σου. Εκεί είναι ο θησαυρός, εκεί είναι η αλήθεια…


Πηγές: Βικιπαιδεία, nektar/arts/tributes/kwstas_karywtakhs