Κώστας Ουράνης “Ο τελευταίος ρομαντικός των Γραμμάτων”

“Καρπὸ δὲν ἔκοψα κανένα
ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς ζωῆς,
μονάχα μάζεψα ὅ,τι βρῆκα
νά ῾ναι πεσμένο καταγῆς…

Τώρα γυρίζω καὶ κοιτάζω
καὶ τὴ ζωὴ ἀναμετρῶ:
-πόσο μεγάλη ἦταν ἡ φόρα,
-πόσο τὸ πήδημα μικρό!”

Τελευταῖα Σχεδιάσματα
(ἀπόσπασμα)

Κώστας Ουράνης (12 Φεβρουαρίου 1890 – 12 Ιουλίου 1953)


 

“Θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν ποῦμε ὁ τελευταῖος ρομαντικὸς τῶν Γραμμάτων μας, γράφει ὁ Μιχαὴλ Περάνθης. Γλυστρώντας πάνω ἀπ᾿ τὰ κύματα τῆς λύπης, ποὺ ἦταν ὁλόκληρη ψυχική, ἀντιπαρέρχονταν τὴν καθημερινότητα, ξέφυγε τὴν πεζολογία τῶν πρακτικῶν ἡμερῶν καὶ μετατοπίζονταν σὲ μία περιοχὴ καμωμένη ἀπὸ τὸ δικό του κλίμα, ὅπου ἡ νοσταλγία του εὕρισκε τροφὴ καὶ ἡ θλίψη τοῦ διέξοδο. Ἂν διέφερε σὲ κάτι ἀπὸ τοὺς ρομαντικούς, ἦταν πὼς οἱ μετατοπίσεις, ἡ φυγή του, ὁ ἀποδημητισμός του, δὲν πραγματεύονταν μόνο στὴ φαντασία. Τὰ ζοῦσε, τὸ ταξίδι καὶ τὴν ἀλλαγή. Ἡ φυγὴ γίνονταν πραγματοποιημένο τραγούδι, μιὰ ζῶσα μεταρσίωση ἀνάμεσα στὴν ὀνειροπόληση ποὺ προηγεῖτο καὶ στὴν νοσταλγία ποὺ ἀκολουθοῦσε.”

Πηγή: users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_oyranhs

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο…

“Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλιμέσ᾿ στὴν κρύα μου κάμαρα, ὅπως ἔζησα μόνος·
στὴ στερνὴ ἀγωνία μου τὴ βροχὴ θὲ ν᾿ ἀκούω
καὶ τὸν κούφιο τὸν θόρυβο ποὺ ἀνεβάζει ὁ δρόμος.

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
μέσα σ᾿ ἔπιπλα ξένα καὶ σὲ σκόρπια βιβλία,
θὰ μὲ βροῦν στὸ κρεββάτι μου. Θὲ νἀρθεῖ ὁ ἀστυνόμος
θὰ μὲ θάψουν σὰν ἄνθρωπο ποὺ δὲν εἶχε ἱστορία.

Ἀπ᾿ τοὺς φίλους ποὺ παίζαμε πότε-πότε χαρτιὰ
θὰ ρωτήσει κανένας τους ἔτσι ἁπλά: «-Τὸν Οὐράνη
μὴν τὸν εἶδε κανείς; Ἔχει μέρες ποὺ χάθηκε!…»
Θ᾿ ἀπαντήσει ἄλλος παίζοντας: «-Μ᾿ αὐτὸς ἔχει πεθάνει».

Μιὰ στιγμὴ θὰ κοιτάξουνε ὁ καθένας τὸν ἄλλον,
θὰ κουνήσουν περίλυπα καὶ σιγὰ τὸ κεφάλι,
θὲ νὰ ποῦν: «Τ᾿ εἶν᾿ ὁ ἄνθρωπος!… Χτὲς ἀκόμα ζοῦσε!»
Καὶ βουβὰ τὸ παιγνίδι τους θ᾿ ἀρχινήσουνε πάλι.

Κάποιος θἆναι συνάδελφος στὰ «ψιλὰ» ποὺ θὰ γράψει
πὼς «προώρως ἀπέθανεν ὁ Οὐράνης στὴν ξένη,
νέος γνωστὸς εἰς τοὺς κύκλους μας, ποὖχε κάποτ᾿ ἐκδώσει
συλλογὴν μὲ ποιήματα πολλὰ ὑποσχομένην».

Κι αὐτὸς θἆναι ὁ στερνός της ζωῆς μου ἐπιτάφιος.
Θὰ μὲ κλάψουνε βέβαια μόνο οἱ γέροι γονιοί μου
καὶ θὰ κάνουν μνημόσυνο μὲ περίσιους παπάδες
ὅπου θἆναι ὅλοι οἱ φίλοι μου κι ἴσως-ἴσως οἱ ὀχτροί μου.

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
σὲ μία κάμαρα ξένη στὸ πολύβοο Παρίσι,
καὶ μία Κίττυ θαρώντας πὼς τὴν ξέχασα γι᾿ ἄλλην
θὰ μοῦ γράψει ἕνα γράμμα -καὶ νεκρὸ θὰ μὲ βρίσει.”


Μελοποιημένο από τον αγαπημένο Θάνο Ανεστόπουλο…