Ταξίδι στη Νεραϊδοχώρα : Μέρος Β’

Οι νεράιδες της Ιρλανδίας

Το ταξίδι μας στην νεραϊδοχώρα συνεχίζεται με τις νεράιδες της Ιρλανδίας. Οι νεράιδες αυτές όπως και της Σκωτίας και της Ουαλίας, προέρχονται απο την Τουάχα ντε Ντάναν, τη θεική φυλή της Ιρλανδίας, που περιλάμβανε πολλούς θεούς και θεές με διαφορετικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες. Λατρεύουν το χορό, τη μουσική αλλά και τους αγώνες σκάκι που διοργανώνουν σχεδόν καθημερινά. Θα προσπαθήσουμε λοιπόν να τις γνωρίσουμε και να μάθουμε γι’ αυτές μέσα απο την παρακάτω ιστορία. Το σίγουρο είναι πως είναι πολύ φιλόξενες και καλές αλλά μόνο με όσους το αξίζουν.  Προσέξτε όμως, γιατί οι απρόσκλητοι άνθρωποι μπορεί και να τις κάνουν να δυσανασχετήσουν!!


Ο μύθος του Νοκ Γκράφτον

Μια ιστορία που χρονολογείται απο το 19ο αιώνα και συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Τόμας Κρόφτον Κρόκερ, μια συλλογή απο μύθους για τις νεράιδες της νότιας Ιρλανδίας.


Μια φορά και ένα καιρό, στους πρόποδες των σκοτεινών ιρλανδικών βουνών Γκόλτι, υπήρχε μια μικρή πανέμορφη κοιλάδα, πολύ εύφορη. Εκεί, κατοικούσε ο Λούσμορ, ένας άντρας που υπέφερε από μια καμπούρα που του προκαλούσε φρικτούς πόνους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο κακόμοιρος ο Λούσμορ ζούσε απομονωμένος, γιατί οι άνθρωποι της υπαίθρου ήταν πολύ προληπτικοί και φοβόνταν οτι η παρουσία του θα τους έφερνε κακοτυχία.

Ένα απόγευμα που ο Λούσμορ επέστρεφε στο σπίτι του, φανερά εξαντλημένος απο το επιπλέον βάρος που το σώμα του ηταν αναγκασμένο να κουβαλά, κάθισε να ξαποστάσει κοντά στο κάστρο του Νοκ Γκράφτον, ένα σπουδαίο οχυρό που κανένας δεν τολμούσε να πλησιάσει, γιατί κυκλοφορούσαν φήμες οτι εκεί έμεναν νεράιδες.

Ξαφνικά, άκουσε μια θεσπέσια μελωδία, υπέροχη και μυστηριώδη, σχεδόν απόκοσμη. Ο Λούσμορ, που αγαπούσε πολύ τη μουσική, αφού ήταν η μόνη παρηγορία του τις δύσκολες ώρες της μοναξιάς, συγκινήθηκε απο την ουράνια μελωδία. Οι φωνές που τραγουδούσαν προέρχονταν χωρίς αμφιβολία απο το κάστρο. Όταν κάποια στιγμή έπαψαν, ο Λούσμορ άρχισε να τραγουδά με την εκπληκτική φωνή του τη μελωδία, τολμώντας μάλιστα και κάποιες αλλαγές. Το έκανε τόσο καλά και με τόση αγάπη, που οι νεράιδες εντυπωσιάστηκαν και αποφάσισαν να πάρουν μαζί τους το θνητό με το σπάνιο ταλέντο. Προτού ο Λούσμορ καταλάβει τι συνέβαινε, είχε ήδη βρεθεί ανάμεσα σε αυτά τα όμορφα κι εντυπωσιακά πλάσματα. Έμεινε να τις θαυμάζει κι ένιωσε πολύ τυχερός που ήταν μαζί τους. Οι νεράιδες τον τίμησαν και του έδωσαν ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους μουσικούς τους.

Ο Λούσμορ παρατήρησε μια αναταραχή μέσα στο κάστρο και φοβήθηκε λίγο, γιατί γνώριζε ότι η συναναστροφή με τις νεράιδες μπορεί να είναι συναρπαστική, αλλά μπορεί να γίνει κι επικίνδυνη. Τότε, μια απο αυτές τον πλησίασε και του είπε τραγουδιστά: Μη φοβάσαι πια άρχισε να ζείς και με τη φωνή σου δείξ’ τους τι μπορείς“. Όταν η νεράιδα τελείωσε το τραγούδι της, ο Λούσμορ ένιωσε ξαφνικά απίστευτα ανάλαφρος. Για πρώτη φορά στη ζωή του, μπορούσε να ισιώσει την πλάτη του και να σηκώσει το κεφάλι του. Ένιωσε τότε την έντονη επιθυμία να χορέψει, ενώ ο κόσμος γύρω του φάνταζε υπέροχος. Αμέσως μετά άρχισε να ζαλίζεται και να βυθίζεται σταδιακά σε ένα όνειρο. Όταν ξύπνησε, δίπλα στο κάστρο του Νοκ Γκράφτον, στο ίδιο ακριβώς σημείο που είχε καθίσει για να ξεκουραστεί, ο Λούσμορ δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος. Αντί για παλιόρουχα, φορούσε ένα καινούριο και κομψό κουστούμι και η καμπούρα του είχε εξαφανιστεί εντελώς.

Όπως ήταν φυσικό, τα νέα για τη μυστηριώδη εξαφάνιση της καμπούρας του Λούσμορ ταξίδεψαν αστραπιαία σε όλη την περιοχή. Έτσι, ένα απόγευμα, τον επισκέφθηκε μια ηλικιωμένη γυναίκα η οποία ήθελε να μάθει πως είχε απαλλαγεί απο την καμπούρα του – είχε ένα γνωστό με το ίδιο πρόβλημα και ήθελε να τον βοηθήσει – . Ο Λούσμορ, που είχε πολύ καλή καρδιά, της διηγήθηκε πρόθυμα την περιπέτεια του. Η ηλικιωμένη γυναίκα τον ευχαρίστησε κι έτρεξε να πει τα νέα στον καμπούρη φίλο της, τον Τζάκ.

Ο Τζάκ, όμως, ήταν μνησίκακος άνθρωπος. Μισούσε όλο τον κόσμο και δεν είχε κάνει ποτέ στη ζωή του μια καλή πράξη. Έτρεξε γεμάτος ανυπομονησία στο κάστρο του Νοκ Γκράφτον και μόλις άκουσε το τραγούδι των νεράιδων, τις διέκοψε με τις αγριοφωνάρες του, απαιτώντας να τον απαλλάξουν απο την καμπούρα του και να του δώσουν καινούρια ρούχα. Η αναίδεια και το θράσος του Τζάκ, που δεν σταματούσε να εκτοξεύει απειλές, εξόργισαν τις νεράιδες. Σε ένα ξέσπασμα οργής, τον μετέφεραν στο κάστρο τους. Όταν ο Τζακ βρέθηκε ανάμεσά τους, δεν είπε λέξη, καθώς στο βλέμμα των υπέροχων αυτών πλασμάτων διέκρινε μόνο θυμό. Μια απο τις νεραίδες τον πλησίασε και του είπε τραγουδιστά:

Όλοι καλά περνούσαμε τι αβρότης, τι κομψότης! Συνέχεια τραγουδούσαμε σκοπούς γλυκούς της νιότης. Κι ήρθες εσύ απ’ το πουθενά όλα να τα αλλάξεις, με τις αγριοφωνάρες σου όλα να τα χαλάσεις. Για όλα όσα ξεστόμισες να ‘ξερες τι θα πάθεις, πάνω στην καμπουρίτσα σου δύο λοφάκια θα ‘χεις. Έτσι με τις νεράιδες ποτέ να μην τα βάζεις, όσα εκείνες ξέρουνε ποτέ δεν θα τα μάθεις!

Προτού ο Τζάκ προλάβει να αντιδράσει, κάποιες νεράιδες είχαν ήδη τοποθετήσει στην πλάτη του την καμπούρα του Λούσμορ και θυμωμένες καθώς ήταν, τον πέταξαν έξω από το κάστρο. Έκτοτε, ο Τζάκ έμαθε να ζεί με δύο καμπούρες.

Ο Λούσμορ, όταν έμαθε τι είχε συμβεί στον Τζάκ, τον λυπήθηκε κι έσπευσε να τον παρηγορήσει. Έτσι, χάρη στη συναναστροφή του με τον Λόυσμορ και παρά τις δυο καμπούρες του, ο Τζάκ έγινε ευγενικός και καλοσυνάτος. Στο τέλος της ζωής του, ο άλλοτε δύστροπος και κακόκεφος αυτός άντρας είχε καταφέρει τουλάχιστον να ανακαλύψει την έννοια της φιλίας.

 

Αυθεντικό Κείμενο : Denise Despeyroux

Εικονογράφηση : Ruano