Ένα μικρό ταξίδι με οδηγό τον Μαρσέλ Προυστ

 

“Το ταξίδι της ανακάλυψης δεν σημαίνει να ψάχνεις καινούργια μέρη, αλλά να έχεις καινούργια μάτια.”

Μαρσέλ Προυστ (1871-1922)

 

 

“Αναζητώντας το χαμένο χρόνο”. Ένα έργο ζωής από τον χαρισματικό, Γάλλο συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ, ο οποίος έφυγε σαν σήμερα 18 Νοεμβρίου του 1922, από πνευμονικό απόστημα, σε ηλικία 51 ετών. Τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του, τα πέρασε κυρίως στο δωμάτιο του, όπου κοιμόταν κατά την διάρκεια της ημέρας και εργαζόταν το βράδυ για να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του. Διαβάζοντας το έργο ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα, ο οποίος αμφισβητήθηκε αρχικά και αναγνωρίστηκε εκ των υστέρων από πολλούς κριτικούς, συνειδητοποιεί κανείς πόσο ευφάνταστα μπορεί να προσεγγίσει τον ορισμό της τέχνης και την προσωπική αναζήτηση του κάθε εαυτού. Συχνά οι προτάσεις του Προυστ σε γυρίζουν πίσω και καταφέρνουν να σε κάνουν να σκεφτείς δυο και τρεις φορές τις όψεις κάθε κατάστασης, γεγονός που ταξιδεύει, παρά κουράζει το μυαλό, μιας και μονος πια καταλαβαίνεις ότι πίσω από κάθε προσωπική αντίληψη, κρύβεται ένας καινούριος κόσμος να ανακαλύψεις…

Φτερά στη σκέψη και την ψυχή αγαπημένοι αναγνώστες!

“Το μεγαλείο τής αληθινής τέχνης είναι να ξαναβρούμε, να ξανακερδίσουμε, να μάς κάνει να γνωρίσουμε, αυτήν την πραγματικότητα μακριά από την οποία ζούμε, από την οποία απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο, στο βαθμό που διογκώνεται και αδιαβροχοποιείται η συμβατική γνώση που βάζουμε στη θέση της, αυτήν την πραγματικότητα που κινδυνεύουμε να πεθάνουμε χωρίς να έχουμε γνωρίσει, και που πολύ απλά είναι η ζωή μας…

“Το ύφος είναι για τον συγγραφέα, όπως και το χρώμα για τον ζωγράφο, θέμα όχι τεχνικής, αλλά οράματος. Είναι η αποκάλυψη, που θάταν αδύνατη με μέσα ευθέα και συνειδητά, τής ποιοτικής διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στο πώς στον καθένα μας παρουσιάζεται ο κόσμος, διαφορά που αν δεν υπήρχε η τέχνη, θα έμενε το αιώνιο μυστικό τού καθενός μας. Μόνο με την τέχνη μπορούμε να βγούμε από τον εαυτό μας, να γνωρίσουμε αυτό που βλέπει ένας άλλος από αυτόν τον κόσμο που δεν είναι ίδιος με τον δικό μας, και τού οποίου τα τοπία θα μάς έμεναν για πάντα το ίδιο άγνωστα μ’ αυτά που μπορεί να υπάρχουν στη σελήνη. Χάρη στην τέχνη αντί να βλέπουμε έναν μόνο κόσμο, τον δικό μας, τον βλέπουμε να πολλαπλασιάζεται, και όσοι πρωτότυποι καλλιτέχνες υπάρχουν, τόσους κόσμους έχουμε στη διάθεσή μας, πιο διαφορετικούς μεταξύ τους από αυτούς που βρίσκονται στο σύμπαν, και πολλούς αιώνες μετά που έσβησε η εστία από όπου έφεγγαν, είτε λέγονταν Ρέμπραντ είτε Βέρμερ, μάς στέλνουν ακόμα την ειδική ακτίνα τους…

“Και όπως η τέχνη επανασυνθέτει ακριβώς τη ζωή, γύρω απ΄ τις αλήθειες στις οποίες φτάσαμε μέσα μας θα κινείται πάντα μια ατμόσφαιρα ποίησης, η γλυκύτητα ενός μυστηρίου που δεν είναι παρά τα ερείπια τής σκιάς που χρειάστηκε να διασχίσουμε, η ένδειξη, σημειωμένη με ακρίβεια, όπως με ένα βαθύμετρο, τού βάθους τού έργου…

“Είναι τα πάθη μας που σχεδιάζουν τα βιβλία μας, η ενδιάμεση ανάπαυλα που τα γράφει…
“Η φαντασία, η σκέψη μπορούν μα είναι από μόνες τους αξιοθαύμαστες μηχανές, αλλά μπορεί να μένουν αδρανείς. Όταν υποφέρεις μπαίνουν μπρος…

“Αυτός ο συγγραφέας …θά πρεπε να ετοιμάσει το βιβλίο του με προσοχή, με συνεχείς ανασυγκροτήσεις δυνάμεων, όπως σε μιαν επίθεση, να το υπομένει όπως μια κούραση, να το δέχεται όπως έναν κανόνα, να το κατασκευάζει όπως μιαν εκκλησία, να το ακολουθεί όπως μια δίαιτα, να το υπερνικά όπως ένα εμπόδιο, να το κατακτά όπως μια φιλία, να το θρέφει όπως ένα παιδί, να το δημιουργεί όπως έναν κόσμο, χωρίς να παραβλέψει αυτά τα μυστήρια που δεν έχουν την εξήγησή τους παρά σε άλλους κόσμους, των οποίων η προαίσθηση είναι αυτό που μάς συγκινεί στη ζωή και στην τέχνη. Και μέσα σ’ αυτά τα μεγάλα βιβλία, υπάρχουν τμήματα που δεν υπήρξε χρόνος παρά μόνον για να σχεδιασθούν, και που πιθανόν δεν θα τελειώσουν ποτέ εξαιτίας τού ίδιου τού εύρους των σχεδίων τού αρχιτέκτονα. Πόσες μεγάλες εκκλησίες δεν έμειναν ημιτελείς! Το θρέφουμε, τού ενισχύουμε τα αδύνατα σημεία, το συντηρούμε, αλλά ύστερα, αυτό είναι που μεγαλώνει, που υποδεικνύει τον τάφο μας, τον προστατεύει από τις φήμες και για λίγο χρόνο από τη λήθη. Αλλά, για να ξαναγυρίσω στον εαυτό μου, σκεφτόμουνα πιο ταπεινά το βιβλίο μου, και θάταν ανακρίβεια να πω ότι σκεφτόμουνα αυτούς που θα το διάβαζαν, τούς αναγνώστες μου. Γιατί δεν θα ήταν κατ’ εμέ, αναγνώστες μου, αλλά οι ίδιοι οι αναγνώστες τού εαυτού τους, αφού το βιβλίο μου δεν είναι τίποτε άλλο από ένα είδος μεγεθυντικού φακού, όπως αυτός που πουλούσε ο οπτικός τού Κομπραί. Το βιβλίο μου χάρη στο οποίο θα τούς έδινα το μέσον να διαβάσουν εντός τους…

“Οι πιο μεγάλοι μας φόβοι, όπως οι πιο μεγάλες μας ελπίδες, δεν ξεπερνούν τις δυνάμεις μας, και μπορούμε να καταφέρουμε να κυριαρχήσουμε πάνω στους πρώτους και να πραγματοποιήσουμε τις δεύτερες…

“Είχα ζήσει όπως ένας ζωγράφος που ανεβαίνει ένα μονοπάτι πάνω από μια λίμνη, τής οποίας τη θέα τού κρύβει ένα παραπέτασμα βράχων και δέντρων. Από ένα άνοιγμα την αντικρίζει, την έχει όλη μπροστά του, παίρνει τα πινέλα του. Αλλά ήδη έρχεται η νύχτα και δεν μπορεί πια να ζωγραφίσει και δεν θα ξημερώσει ποτέ πια…
“Ήξερα πολύ καλά ότι το μυαλό μου ήταν ένα πλούσιο σε κοιτάσματα μεταλλείο, όπου υπήρχε μια μεγάλη έκταση από διάφορα πολύτιμα μέταλλα. Θάχα όμως τον καιρό να τα εκμεταλλευτώ; Ήμουνα ο μόνος ικανός να το κάνω. Για δύο λόγους: με τον θάνατό μου θα χανόταν όχι μόνον ο μοναδικός εργάτης ικανός να εξορύξει τα μεταλλεύματα, αλλά και το ίδιο το κοίτασμα…

“Χωρίς αμφιβολία όταν κάποιος είναι ερωτευμένος με ένα έργο τέχνης θάθελε να κάνει κάτι ολόιδιο. Πρέπει όμως να θυσιάζει τον έρωτα εκείνης τής στιγμής, να μη σκέπτεται το γούστο του, αλλά μιαν αλήθεια που δεν μάς ζητάει τις προτιμήσεις μας και που μας απαγορεύει να τις σκεφτόμαστε. Και μόνον αν την ακολουθήσεις θα συναντήσεις μερικές φορές αυτό που εγκατέλειψες.”

Απόσπασμα από το “Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο” από τον τελευταίο τόμο, ” Ο Ανακτηθείς Χρόνος”


O Mαρσέλ Προυστ (Bαλαντέν-Λουί-Zωρζ-Eζέν-Mαρσέλ) γεννήθηκε στην εξοχή του Οτέιγ, κοντά στο Παρίσι, το 1871. Σπούδασε νομικά, πολιτικές επιστήμες και φιλοσοφία. Γόνος πλούσιας, αστικής οικογένειας -ο πατέρας του ήταν φημισμένος γιατρός- δεν άργησε να βρεθεί στο περιβάλλον της υψηλής κοινωνίας της πρωτεύουσας και άρχισε να δημοσιεύει άρθρα κοσμικού περιεχομένου σε διάφορα έντυπα. Εργάστηκε για ένα διάστημα σε βιβλιοθήκη, ώσπου ανακάλυψε την κλίση του στη λογοτεχνία, στην οποία αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά, για να καταλήξει τελικά σε πλήρη σχεδόν απομόνωση από τον έξω κόσμο: κοιμόταν την ημέρα και έγραφε τη νύχτα σε ένα δωμάτιο επενδυμένο με φελλό. Ανάμεσα στο 1895 και στο 1899 ασχολήθηκε με ένα μυθιστόρημα που έμεινε ημιτελές και εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, το 1952, με τον τίτλο “Ζαν Σαντέιγ”. Έγραψε επίσης ποιήματα, σύντομα αφηγήματα, άρθρα και μεταφράσεις. Ορισμένα από τα αφηγήματα αυτά δημοσιεύτηκαν το 1896 στον τόμο “Τέρψεις και ημέρες”, με πρόλογο του Ανατόλ Φρανς και σχέδια της Μαντάμ Λεμαίρ. Η χλιαρή τους υποδοχή από το κοινό και ορισμένα προβλήματα πλοκής τον έκαναν να εγκαταλείψει το μυθιστόρημά του “Ζαν Σαντέιγ“, ώσπου, γύρω στο 1907, καταπιάστηκε με τον πολύτομο μυθιστορηματικό κύκλο “Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”. Ο πρώτος τόμος του κύκλου, “Από τη μεριά του Σουάν”, που οι εκδότες τον απέρριπταν ο ένας μετά τον άλλον, εκδόθηκε με έξοδα του συγγραφέα το 1913. Ακολούθησαν οι τόμοι “Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών”, ο οποίος του χάρισε το βραβείο Γκονκούρ και τη φήμη, το 1918, “Η μεριά του Γκερμάντ”, σε δύο τόμους, 1920 και 1921, και “Σόδομα και Γόμορρα”, επίσης σε δύο τόμους, 1921 και 1922. Aσθματικός από μικρός, ο Προυστ πεθαίνει από πνευμονία το 1922. Οι τρεις τελευταίοι τόμοι, αν και ολοκληρωμένοι, κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του, με την επιμέλεια του αδελφού του Ρομπέρ: “Η φυλακισμένη”, 1923, “Η δραπέτις/Η εξαφάνιση της Αλμπερτίν”, 1925 και “Ο ξανακερδισμένος χρόνος”, 1927. Το 1927 κυκλοφόρησαν τα “Χρονικά”, ένας τόμος με δημοσιευμένα άρθρα του. Μετά το θάνατό του, ο Προυστ πήρε γρήγορα τη θέση του ως ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους του εικοστού αιώνα κι ένας από τους πιο σημαντικούς κριτικούς της εποχής του. Tο έργο του προκάλεσε έναν πολύ μεγάλο αριθμό από αναλυτικές εργασίες και συνθετικές μελέτες και επηρέασε συγγραφείς όπως οι Τζέιμς Τζόις, Βιρτζίνια Γουλφ, Κλοντ Σιμόν, κ.ά.