“Ο Μακρύς Δρόμος” της Πάτι Σμιθ

 

 

Η Πάτι Σμιθ είναι ποιήτρια και μάλιστα μια από τις πιο σημαντικές ποιητικές φωνές της γενιάς της. Ένα ποίημα από την τελευταία της ποιητική συλλογή:  Auguries of Innocence (Οιωνοί της Αθωότητας) 

 

 

Ο Μακρύς Δρόμος

“Βαδίσαμε μέσα στα μαύρα πανωφόριά μας,

σαρώνοντας χρόνο, σαρώνοντας χρόνο,

κοιμώμενοι σε εγκαταλειμμένες καμινάδες,

ξεπροβάλλοντας ν’ αντικρίσουμε τη βροχή.

Βρεγμένοι, ταλαιπωρημένοι, κάπως χαμένοι,

έρποντας στ’ αυλάκια, μασώντας βολβούς,

ήμασταν τόσο πεινασμένοι, τουλίπες

κορωμένες από κουρελιασμένα πέταλα.

Στολιστήκαμε με υδροκότυλους,

μοχθήσαμε μέχρι ωσότου περάσαμε το εκλεγμένο μέτωπο,

ο ψίθυρος ενός μονοπατιού που με κάποιο τρόπο γνωρίζαμε,

βροχή που δεν ήταν βροχή, δάκρυα που δεν ήταν ακόμα δάκρυα.

Και το δισκοπότηρο, ω το δισκοπότηρο ήταν τόσο πολύ κοντά,

φινιρισμένο με λεπτό έλασμα φύλλων, τυλιγμένο μέσα στον ήλιο.

Γλαδιόλες άνθιζαν, σκάζοντας

από κάθε ρωγμή. Ο κόσμος ολόκληρος

ανήσυχος για την αγία μητέρα να εξετάσει

τα πηγούνια μας με αυτό το γνώριμο τραγούδι

Σ’ αρέσει το βούτυρο;

Ω σ’ αρέσει το βούτυρο…

έπειτα κατασκηνώσαμε πάνω σ’ έναν λόφο κιτρινισμένο ολόγυρα.

Ιππεύσαμε άλογα, περιδιαβήκαμε σε δάση

σκανταλιάρες νεράιδες χόρεψαν καταγής.

Κλαδιά έσπασαν στα πρόσωπά μας.

Το βασίλειό μας πίσω από έναν αλυσόπλεκτο φράκτη…

Καταπιαστήκαμε στα λατομεία, λειασμένα μάρμαρα,

γονατίσαμε και σημαδέψαμε σε πύρινους γύρους.

Στήσαμε τις ξέφρενες κατασκηνώσεις μας,

οι σκηνές μας διάτρητες απ’ τους πασσάλους,

σχισμένες με σουγιάδες τσέπης─

αλεπουδίτσες μετρούσαν μ’ ακρίβεια τη σκληρή γη,

αναθεματίζοντας τη γόνιμη όχθη που μας έκανε απαλούς.

Μαζέψαμε σίκαλη, γεμίσαμε σακιά, φτιάξαμε μαξιλάρια

για τους άντρες μας. Στραγγίξαμε το αίμα απ’ τα ποτισμένα κρεβάτια,

καλύψαμε των μαρτύρων τα ποτισμένα κεφάλια, ζυγίσαμε

τους κάδους που είχαν γεμίσει ως απάνω,

και είδαμε τα πάντα και τίποτα.

Καβαλήσαμε στη πλάτη μιας μεγάλης αρκούδας, βυθίζοντας την κουτάλα μας

στον γαλακτώδες ζωμό που απλώθηκε μπροστά μας σαν μια λευκή λίμνη.

Τα πλοία μας σφύριξαν γραμμένες χυδαιότητες

σε ιστία διφθέρας, πλωτοί αναλφάβητοι ποταμοί μετατράπηκαν

σε αιμάτινες πισίνες βρόχινων βόρβορων.

Πνεύσαμε εγκωμιαστικούς ψαλμούς σε κέρατα ιερών ζώων─

γιουχαΐσματα, εξομολογήσεις, εφηβικές προσευχές

υφάνθηκαν μέσα σε ταπισερί μοναστηριακών κήπων.

Ούτε μάνα είχαμε τώρα, και ανακρούοντας απειροελάχιστες απειλές,

όρκοι ιεροί ξέσπασαν με μια νέα βία αποδίδοντας όχι θέληση ασθενική

μ’ εξαίρεση να γεννηθεί─ η πίστη και υποταγή μας στην κίνηση

και τη μετατόπιση των αστέρων.

Ένα γαλάζιο φως προγραμματισμένο από τη σκούφια μιας ύπαρξης

που δεν μπορούσαμε πλέον να ονομάσουμε. Σκαρφαλώσαμε τα σκαλοπάτια

σ’ έναν πιο γαλάζιο παράδεισο σημαδεμένο με γιρλάντες,

ματώνοντας τον άνεμο. Απολαύσαμε το θέαμα.

Μετά χάθηκε, αλλά εμείς είχαμε ήδη φύγει.

Κατακτήσαμε μια καινούργια φωτοβολή. Έσταξε η δροσιά

από τις μύτες μας. Καμαρώσαμε για το αστραφτερό μας δέρμα,

διασκορπίζοντάς το δίχως έναν αναστεναγμό. Κάποιοι υψώσανε τα φανάρια τους.

Κάποιοι φάνηκαν να βαδίζουν μέσα σ’ ένα δικό τους φως.

Πύρινοι τύμβοι που δεν ήταν τύμβοι, στον ορίζοντα μπροστά…

Πλησιάζοντας πέσαμε πάνω σε πλήθος από πανωφόρια

εγκαταλειμμένα απ’ το ναυαρχείο, μαβιά εκθρονισμένου βασιλιά,

μετάλλια τιμής, οι προβλεπόμενες μπότες από δέρμα γλώσσας σκύλου,

μπόμπιρες, ζωοτόμαρα, ερμίνα και προβιά φορεμένη απ’ αυτούς

του υψηλού αξιώματος, πρίγκιπες και πιλότοι, ο μάγος και ο μυστικιστής.

Ακόμα κανένα βαθμό δεν είχαμε ψαρεύοντας ευτυχισμένα κουρέλια υφασμένα απ’ τον τυφλό.

Η δική μας ήταν μια χώρα κοιλωμάτων. Ήταν άδεια.

Κι ακόμα εντός κάποιου μπορούσες να βρεις όλες τις ελπίδες ενός παιδιού─

τη δική μας γλυκιά ιστορία, τη δική μας γλυκιά ζωή,

τεμαχισμένη με το ύφασμα της εκστατικού μας αλληλοσπαραγμού.

Μιας και ξέραμε προς τα που κατευθυνόμασταν, σαλτάραμε

σε καθαγιασμένα πανωφόρια. Θα μπορούσαμε να προχωρούμε διαπαντός

αν όχι γι’ αυτό και για κείνο τραβώντας την κόλλα των χιτωνίων μας.

Ραγίσαμε την καρδιά της μητέρας μας και γίναμε οι εαυτοί μας.

Συνεχίσαμε ν’ αναπνέουμε και γι’ αυτό να επιβιώσουμε,

μεθυσμένοι, εμβρόντητοι, καθένας μας ένας θεός.

Τώρα συ έσβησες το φως.

Πίεσε με τον αντίχειρά σου το φυτίλι.

Αν κοκαλώνει, θα καείς.

Αν κάνει πουφ, θα μεταμορφωθείς

σε μια δέσμη που θα εξαφανιστεί

με τη νύχτα μέσα σ’ ένα όνειρο

πασπαλισμένο με μπιχλιμπίδια.

Είδαμε τα μάτια του Ραβέλ, μπλε δακτυλιωτά, και ανοιγοκλείνοντας

δυο φορές. Τραγουδήσαμε άριες δικής μας επινόησης, βάσανα τραγουδώντας

νεκρικές μελαγχολίες αγιασμένων χωμάτων και θανάσιμων υποδημάτων,

ξεχασμένων πεζικάριων και αποστάσεων ουδέποτε ονειρεμένων─

κι ακόμα τόσα μακριά όσο ένας ανθρώπινος λόφος, στραφήκαμε για μολυβένιους στρατιώτες

τοποθετημένοι στις πτυχές των κλινοσκεπασμάτων, μόνο τόσο μακριά όσο ένα αμφιθαλές χέρι,

τόσο μακριά όσο ο ύπνος, μια πατρική προσταγή─

…το μακρύ δρόμο παιδιά μου

Αποκοπήκαμε από του σκόρου μας το κέλυφος ζωντανοί μέσα στη νύχτα,

ο ουρανός διάστικτος απ’ άστρα που δεν βλέπουμε πια.

Η δοξασία ενός παιδιού κεντημένη πάνω σε μαντίλια τσέπης─

Θεέ μη μας εγκαταλείπεις

είμαστε όλα όσα αυτός γνωρίζει.

Δεν πρέπει εμείς να τον εγκαταλείψουμε

αυτός είναι οι εαυτοί μας

ο αιθέρας των πράξεών μας.

Ο εποχιακός εργάτης σφυρίζοντας αναγγέλλει, σαρώνοντας χρόνο, σαρώνοντας χρόνο.

Κοιμόμαστε. Σκευωρούμε, πιέζοντας την παλλόμενη χορδή.

Μακαρίως ενσυνείδητοι, ξεκινάμε πάλι απ’ την αρχή.”

Πάτι Σμίθ (30 Δεκεμβρίου 1946)


Η Πάτι Σμιθ – τραγουδίστρια, μουσικός, ποιήτρια και ακτιβίστρια – γεννήθηκε στο Σικάγο τον Δεκέμβριο του 1946. Επηρεασμένη από τον Μπομπ Ντίλαν, τον Αρθούρο Ρεμπό, τον υπαρξισμό και την μπιτ λογοτεχνία, το 1967 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη και αναμίχθηκε με τους καλλιτεχνικούς underground κύκλους της πόλης. Ασχολήθηκε με την ποίηση και το θέατρο (έγραψε ένα θεατρικό μαζί με τον Σαμ Σέπαρντ) και άρχισε να επεξεργάζεται την ιδέα του συνδυασμού της ποίησης με τη μουσική του ροκ εν ρολ. Γι’ αυτόν τον σκοπό, το 1974 σχημάτισε το Patti Smith Group σε συνεργασία με τον κιθαρίστα Λένι Κέι. Η Πάτι Σμιθ συνδεόταν στενά με τον διάσημο φωτογράφο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ, ο οποίος την απαθανάτισε στο εξώφυλλο του πρώτου της άλμπουμ, Horses (1975), που από πολλούς μουσικοκριτικούς θεωρείται το πρώτο πανκ-ροκ άλμπουμ της δεκαετίας του 1970 και συγκαταλέγεται στις πιο έγκυρες λίστες με τα 100 καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών. Ακολούθησε μια σειρά από σπουδαίες δουλειές, που την καθιέρωσαν ως μία από τις σημαντικότερες ερμηνεύτριες, συνθέτριες και στιχουργούς στην Ιστορία: Radio Ethiopia (1976), Easter (1978), Wave (1979). Το 1980 εγκαταστάθηκε στο Ντιτρόιτ, όπου παντρεύτηκε τον Φρεντ Σόνικ Σμιθ, πρώην κιθαρίστα των MC5, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά.

Για μεγάλο διάστημα αφοσιώθηκε στην οικογένειά της και αποτραβήχτηκε από τη δισκογραφία. Επέστρεψε όμως στις ζωντανές εμφανίσεις και ηχογραφήσεις το 1988 με το Dream of Life. Από τότε έχει κυκλοφορήσει άλλα έξι άλμπουμ, με τελευταίο το Banga (2012). Η πρώτη ποιητική συλλογή της Πάτι Σμιθ, με τον τίτλο Seventh Heaven, εκδόθηκε το 1972 και ακολούθησαν οι συλλογές Witt (1973), Babel (1978), Woolgathering (1992), The Coral Sea (1996), Auguries of Innocence (2005). Το ποιητικό έργο της έχει εκδοθεί και σε συγκεντρωτικές συλλογές. Το 2010 εκδόθηκε το αυτοβιογραφικό έργο της Just Kids και το 2015 το επίσης αυτοβιογραφικό M Train. Εκτός από το ποιητικό και δισκογραφικό έργο της, η Πάτι Σμιθ έχει ασχοληθεί με επιτυχία και με τη ζωγραφική. Το 1973 πραγματοποίησε την πρώτη της ατομική έκθεση στο Gotham Book Mart της Νέας Υόρκης. Τα έργα της από την έκθεση Strange Messenger συγκεντρώθηκαν στον ομότιτλο τόμο το 2003. Το 2005 το Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας τίμησε την Πάτι Σμιθ απονέμοντάς της τον τίτλο του Commandeur des Arts et des Lettres, που αποτελεί την ανώτατη καλλιτεχνική διάκριση στη Γαλλία. Το 2007 εισήχθη στο Rock and Roll Hall of Fame. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορούν τα βιβλία της Πάτι και Ρόμπερτ (2015), που τιμήθηκε το 2010 με το Εθνικό Βραβείο ΗΠΑ, και M Train (2018).


ENJOY!

 


Πηγές: poetrybookshop.wordpress.com