Ταξίδι στη Νεραϊδοχώρα : Μέρος Α’

Αφιερωμένο σε μικρά αλλά και σε μεγάλα παιδιά….

Νεράιδες, λιλιπούτειες, μαγικές και αγαπημένες!!! Δεν τις γνωρίζουμε και αυτές δύσκολα μας πλησιάζουν. Μέσα απ’ τον κόσμο των παραμυθιών όμως, θα ξεκινήσουμε ένα μαγικό ταξίδι για να τις ανακαλύψουμε. Στην πρώτη μας ιστορία θα συναντήσουμε την νεραϊδοβασίλισσα Μαμπ….τόσο μικροσκοπική, που για άμαξα της έχει μια μόνο πέρλα που την οδηγούν τέσσερα έντομα με χρυσαφιές στολές. Είναι γνωστή επίσης και ως νεράιδα των ονείρων γιατί στην άμαξα της έχει ένα μυστηριώδες θαλασσί πέπλο, το πέπλο των ονείρων. Όταν συναντά ανθρώπους απογοητευμένους, η βασίλισσα Μαμπ τους σκεπάζει με το πέπλο της έτσι ώστε να ξεχνούν τις δυσκολίες τους και να ξαναβρίσκουν τη χαρά τους. Κάτι τέτοιο θα συμβεί και στο παραμύθι μας παρακάτω!


Το πέπλο της βασίλισσας Μάμπ

Βασισμένο σε ένα πανέμορφο παραμύθι του Ρουμπέν Νταρίο, που μας σύστησε τη βασίλισσα Μαμπ, τη νεραϊδονονά των καλλιτεχνών.


 

  Μια βροχερή και μελαγχολική νύχτα του χειμώνα τέσσερις καλλιτέχνες συναντήθηκαν σε μια κρύα φτωχική σοφίτα για να συζητήσουν τους προβληματισμούς τους. Ο ένας ήταν γλύπτης, ο άλλος ζωγράφος, ο τρίτος μουσικός και ο τέταρτος ποιητής. Και οι τέσσερις ήταν λιπόσαρκοι, με μαύρους κύκλους να διαγράφονται κάτω απο τα μάτια τους, γιατί η τέχνη σπάνια τους εξασφάλιζε αρκετά χρήματα για να τρέφονται επαρκώς. Η τύχη, όμως, θέλησε η βασίλισσα Μ αμπ, με τη μικροσκοπική και φανταχτερή άμαξα της, να περάσει δίπλα απο το παράθυρο της σοφίτας και να τους ακούσει καθώς συζητούσαν. “Σταματήστε, κολεόπτερα”, είπε στα τέσσερα φτερωτά έντομα με τις χρθσαφιές στολές. “Ακούω παράπονα απο εκείνη τη σοφίτα με το λιγοστό φως. Ας μπούμε να δούμε τι συμβαίνει, δεν αντέχω να βλέπω να υποφέρουν ευγενικές ψυχές”.

  Η νεράιδα Μαμπ τρύπωσε στη σοφίτα με τη μικροσκοπική άμαξα της μέσα απο μια χαραμάδα στο παράθυρο, και κάθισε οκλαδόν δίπλα στη λιγοστή φωτιά, για να ακούει τη συνομιλία των καλλιτεχνών.

  “Δεν μου κάνει εντύπωση που κανένας δεν ενδιαφέρεται για το μάρμαρο που λαξεύω”, είπε καταβεβλημένος ο γλύπτης. “Άλλωστε, ποια αξία έχουν τα έργα μου δίπλα στα αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής; Υποφέρω κάθε φορά που συνειδητοποιώ πόσο ασήμαντος είμαι μπροστά τους και νιώθω τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν ολοένα και περισσότερο, δεν μπορώ καν να κρατήσω τη σμίλη”. “

  “Κι εγώ σήμερα κιόλας θα σπάσω τα πινέλα μου”, είπε ο ζωγράφος, συμπάσχοντας με το φίλο του. “Οι πίνακες μου δε θα εκτεθούν ποτέ στα μουσεία. Έχω δοκιμάσει όλες τις σχολές, όλες τις τεχνικές, αλλά τίποτα. Ζωγράφισα τοπία, αγγέλους, αφηρημένα σχέδια, αλλά κανένας δε φαίνεται να ελτιμά το έργο μου. Μόλις και μετά βίας καταφέρνω να πουλήσω κάνα δυο πίνακες για να πληρώσω το νοίκι αυτής της ταπεινής σοφίτας”.

  Η νεραϊδοβασίλισσα Μαμπ, ακούγοντας για τη δυστυχία τους, ξέσπασε σε κλάματα. Έβγαλε ένα μικροσκοπικό μαντήλι και σκούπισε τα δάκρυά της.

  “Φίλοι μου”, πήρε το λόγο ο μουσικός, “όσο έχετε έστω κι ένα ψήγμα έμπνευσης, μην αρνηθείτε την τέχνη σας. Εγώ όμως, νιώθω τόση εξάντληση στο κορμί και στην ψυχή μου, που πλέον δεν μπορώ να διακρύνω τη μανία της καταιγίδας απο το κελαήδημα των πουλιών. Και τι να συνθέσει ένας μουσικός όταν δεν μπορεί να αφουγκραστεί τη μουσική των αστεριών;”.

  Η βασίλισσα Μαμπ έβγαλε ένα δεύτερο μαντήλι απο την τσαντούλα της, η οποία ήταν πλεγμένη απο ιστό αράχνης, και σφούγγιξε τη μυτούλα της κάνοντας ελάχιστο θόρυβο. Φυσικά, κανένας δεν την άκουσε.

  Ήρθε η σειρά του ποιητή να μιλήσει, κάτι που έκανε με δάκρυα στα μάτια.

  “Κι εγώ; Εγώ που ήθελα να καλλιεργήσω το πνεύμα των ανθρώπων με τους στίχους μου; Οι στίχοι μου, που απο μέλι και χρυσό ήταν πριν καμωμένοι, αλλά και απο αίμα και σίδερο επίσης, έχασαν πια τη δυναμή τους, λέξεις έμειναν που τις σκόρπισε ο αέρας, που κανένας πια δε θυμάται. Ξέρω οτι θα μπορούσα να γράψω ένα ποίημα που θα περνούσε στην αιωνιότητα, αλλά με παραλύει όλη αυτή η μιζέρια και η εξαθλίωση”.

  Η βασίλισσα Μαμπ δεν άντεχε άλλο. Έβγαλε από το πίσω μέρος της άμαξάς της ένα γαλάζιο πέπλο, τόσο αραχνούφαντο, που νόμιζες πως ήταν αόρατο. Καμωμένο απο τους αναστεναγμούς και τις σκέψεις των αγγέλων, το πέπλο των γλυκών ονείρων, ομόρφαινε τη ζωή των ανθρώπων και τους βοηθούσε να ξεπεράσουν τη θλίψη.

  Η βασίλισσα Μαμπ τύλιξε με αυτό τους τέσσερις απελπισμένους καλλιτέχνες και κατάφερε να βάλει και πάλι την ελπίδα στην καρδιά τους.

  Λέγεται πως, απο εκείνη τη μέρα, η βασίλισσα Μαμπ έγινε κατά κάποιο τρόπο η νεραϊδονονά των καλλιτεχνών. Γι’αυτό το λόγο και στους χώρους όπου αυτοί συνηθίζουν να συγκεντρώνονται επικρατεί πάντα η χαρά και η αισιοδοξία. Η θέρμη της καρδιάς τους τους ζεσταίνει στο κρύο, το χαμόγελο και η φαντασία αποδιώχνουν τη λύπη και δεν αφήνουν ποτέ τις στεναχώριες να τους καταβάλουν, ακόμα και όταν τα γλυπτά τους είναι αποτυχία, οι πίνακες τους δεν αρέσουν σε κανέναν, τα μουσικά τους όργανα ξεκουρδίζονται και τα χειρόγραφά τους κιτρινίζουν.

 

Αυθεντικό Κείμενο : Denise Despeyroux

Εικονογράφηση : Ruano