Αρθούρος Ρεμπώ “Πρωινό Μέθης”

Πρωινό Μέθης

 

“Ω Αγαθό μου! Ω το Ωραίο μου! Φανφάρα βάναυση όπου δε σκοντάφτω καθόλου! Στρεβλή μαγική! Ουρά για το ανήκουστο έργο και για το θαυμαστό σώμα, για πρώτη φορά. Αυτό άρχισε κάτω από τα γέλια των παιδιών, θα τελειώσει από αυτά. Το δηλητήριο τούτο θα μείνει σε όλες τις φλέβες μας, ακόμα και όταν, καθώς η φανφάρα στραφεί, θα παραδοθούμε στην παλιά δυσαρμονία. Ω τώρα, εμείς τόσο άξιοι για αυτά τα μαρτύρια. Ας μαζέψουμε με θέρμη αυτή την υπεράνθρωπη υπόσχεση καμωμένη στο πλασμένο σώμα μας και στην ψυχή μας, αυτή την υπόσχεση, αυτή την παραφροσύνη. Η κομψότητα, η γνώση, η βιαιότητα! Μας υποσχέθηκαν να θάψουν στη σκιά το δέντρο του καλού και του κακού, να εξοστρακίσουν τις τυραννικές εντιμότητες, για να οδηγήσουμε τον πολύ αγνό μας έρωτα. Αυτό αρχίνησε με μερικές αηδίες και αυτό τελείωσε, μην μπορώντας να μας αρπάξει αμέσως από αυτή την αιωνιότητα, αυτό τελείωσε με ένα σκόρπισμα αρωμάτων.

Γέλιο των παιδιών, διακριτικότητα των σκλάβων, αυστηρότητα των παρθένων, φρίκη των μορφών και των εδώ αντικειμένων, να είστε καθηγιασμένοι με την ανάμνηση αυτής της αγρυπνίας. Να που τελειώνει με αγγέλους φλόγας και πάγου.

Μικρό ξενύχτι μεθυσιού, άγιο! όταν αυτό δε θα ήταν παρά για τη μάσκα  που μας χάρισες. Σε βεβαιώνουμε, μέθοδε! Δεν ξεχνούμε ότι δόξασες χθες την καθεμιά από τις ηλικίες μας. Έχουμε πίστη στο δηλητήριο. Ξέρουμε να δίνουμε τη ζωή μας ολάκερη κάθε μέρα.

Νάτη η εποχή των Δολοφόνων.”

Αρθούρος Ρεμπώ (1854- 1891)

Εκλάμψεις”, μετάφραση: Αλέξης Ασλάνογλου, Ηριδανός, Αθήνα 1981.


Ο Αρθούρος Ρεμπώ γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1854 στη Γαλλική αγροτική πόλη Σαρλβίλ των Αρδεννών κοντά στα βελγικά σύνορα. Από μικρός εκφράζεται με ωριμότητα σπάνια για την ηλικία του. Μόλις δέκα χρονών γράφει το κείμενο “Ο ήλιος ήταν ακόμα ζεστός…”. Γύρω στα δεκατέσσερα, συνθέτει τέλειους στίχους στα λατινικά που δημοσιεύονται και βραβεύονται. Το 1869 γράφει το πρώτο του ποίημα στα γαλλικά “Τα πρωτοχρονιάτικα δώρα των ορφανών”, που δημοσιεύεται σε περιοδικό. Το 1870 γράφει πολλά ποιήματα σε στίχο, που προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον στους γνωστούς ποιητές της εποχής. Το καλοκαίρι αυτής της χρονιάς το σκάει από το σπίτι του για το Παρίσι, ελπίζοντας να δει από κοντά την πτώση του Ναπολέοντα του τρίτου· στο τρένο συλλαμβάνεται γιατί δεν έχει να πληρώσει το εισιτήριο και φυλακίζεται. Λίγες μέρες μετά γυρίζει σπίτι του, απ’ όπου ξαναφεύγει αμέσως για το Βέλγιο με τα πόδια, θέλοντας να δουλέψει σαν δημοσιογράφος. Φτάνει μέχρι τις Βρυξέλλες, αλλά απογοητευμένος από τη δημοσιογραφία την εγκαταλείπει. Στο διάστημα αυτό γράφει μερικά από τα καλύτερα ποιήματά του.

Περνά μια έντονη κρίση αντιχριστιανισμού. Αρχίζει να γράφει πεζά ποιήματα. Αυτό το χρόνο (1871), γράφονται “Οι ερημιές του έρωτα” που περιέχουν τρία μόνο κομμάτια. Το Σεπτέμβριο του 1871 ο Πωλ Βερλαίν τον καλεί να μείνει μαζί του στο Παρίσι και ο δεκαεπτάχρονος ποιητής έρχεται παίρνοτας μαζί τα ποιήματά του. Μέσα σ’ αυτά είναι το “Μεθυσμένο καράβι” που μόλις είχε γράψει. Ένα διάστημα μένει στο σπίτι του. Οι δύο ποιητές συνδέονται στενά. Ο δεσμός τους είναι πολυτάραχος. Το Μάρτιο του 1872 ο Ρεμπώ γυρίζει στη Σαρλβίλ όπου γράφει τα τελευταία του ποιήματα σε στίχο. Τον Ιούλιο φεύγει για το Βέλγιο και ο Βερλαίν τον ακολουθεί, εγκαταλείποντας τη γυναίκα του. Το Δεκέμβριο ο Ρεμπώ γυρίζει στο πατρικό του σπίτι.

Τον Ιούλιο του 1873, στις Βρυξέλλες, ο Ρεμπώ δηλώνει στον Βερλαίν ότι θέλει να διακόψει το δεσμό τους, αυτός τον πυροβολεί τραυματίζοντάς τον ελαφρά και καταδικάζεται σε δύο χρόνια φυλακή. Η συλλογή “Μια εποχή στην κόλαση” γράφεται μεταξύ Απριλίου και Αυγούστου του 1873. Τυπώνεται στις Βρυξέλλες τον ίδιο χρόνο σε 500 αντίτυπα. Στον ποιητή έστειλαν μερικά που έδωσε σε φίλους του και επειδή δεν πλήρωσε τα έξοδα της έκδοσης, τα υπόλοιπα έμειναν στο τυπογραφείο. Βρέθηκαν το 1901 και προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση, γιατί κυκλοφορούσε η φήμη ότι τα είχε κάψει ο ίδιος ο ποιητής. Ο Ρεμπώ δε θα ξαναγράψει. Μετά από συνεχείς περιπέτειες, κακουχίες και στερήσεις, του παρουσιάζεται ένας όγκος στο δεξί πόδι και γυρίζει στη Γαλλία, βαριά άρρωστος. Πεθαίνει σαν σήμερα στις 10 Νοεμβρίου 1891, τριάντα επτά χρονών.