Στα βάθη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη

Εκ Βαθέων

Λυπήσου με, Θέ μου, στὸ δρόμο ποὺ πῆρα,
χωρίς, ὡς τὸ τέλος, νὰ ξέρω τὸ πῶς,
– χωρὶς νά ῾χω μάθει, μὲ μιὰ τέτοια μοῖρα,
ποιὸ κρῖμα μὲ δέρνει, καὶ ποιὸς ὁ σκοπός!

Λυπήσου τὰ χρόνια ποὺ πᾶνε χαμένα,
προτοῦ ἡ νύχτα πάλι βαριὰ ν᾿ ἁπλωθεῖ,
ζητώντας τοὺς ἄλλους, ζητώντας καὶ μένα,
ζητώντας ἐκεῖνο ποὺ δὲ θὰ βρεθεῖ!

Λυπήσου ὅλα κεῖνα ποὺ πᾶνε τοῦ κάκου,
γιατὶ ἔτσι τοὺς εἶπαν πὼς εἶναι γραφτό,
καὶ γίνουνται χῶμα, στὰ βάθη ἑνὸς λάκκου,
χωρὶς νὰ γυρέψουν τὸ λόγο γι᾿ αὐτό!

Λυπήσου κι ἐκεῖνα, λυπήσου κι ἐμένα,
– καὶ μένα, ποὺ πάω μὲ καρδιὰ στοργική,
ζητώντας μία λύση σὲ πράματα ξένα,
ποὺ δὲν ἔχουν, Θέ μου, καμιὰ λογική…

Λιγάκι νὰ κάνω πὼς κάτι μὲ σέρνει,
λιγάκι νὰ φέξει, μὲς στὰ σκοτεινά,
κι ἀμέσως ἡ μοῖρα μου τὸ ξαναπαίρνει,
κι ἀμέσως ἡ νύχτα γυρίζει ξανά…

Λυπήσου με, Θέ μου, στὴν ἀπόγνωσή μου,
λυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ,
– λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μου,
νὰ ζῶ δίχως λόγο, καὶ δίχως σκοπό…

Παραμύθι

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
πᾶνε τώρα χρόνια,
σ᾿ ἕνα τόπο μακρινό,
ζοῦσαν μέσ᾿ στὰ χιόνια.

Πάγωναν τὰ λούλουδα,
μίσευαν τ᾿ ἀηδόνια,
καλοκαίρι ζύγωνε
κι ἦταν ὅλο χιόνια!

Μάτια πάντα σκοτεινά,
μέτωπα σκυμμένα,
κι ἄνθρωποι δὲ βάδιζαν
μὲ ρυθμὸ κανένα…

Μιὰν ἀγάπη πέρασε,
-μετὰ πόσα χρόνια;-
καὶ τὰ μάτια δάκρυσαν
κι ἕλιωσαν τὰ χιόνια…

Στο Νυχτερινό κέντρο

Τώρα ποὺ παίζει τὸ βιολὶ κι ἔχουμε πιεῖ τόσο πολύ,
ποὺ μ᾿ ἕναν ἔρωτα τρελὸ σὰ νά ῾μαστε δεμένοι,
σ᾿ ἕνα συντρόφεμα ζεστό, βᾶνε ξανὰ νὰ ζαλιστῶ,
μέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό σου νὰ κλειστῶ. Τὸ μόνο ποὺ μοῦ μένει.

Γιατὶ ἂν λείψει τὸ κρασὶ κι φύγεις ἄξαφνα κι ἐσὺ
καὶ βουβαθεῖ καὶ τὸ βιολὶ μὲ τὸ γλυκὸ βραχνᾶ του,
μεσ᾿ στῆς καρδιᾶς μου τὸ κενό, μεγάλο σὰ τὸν οὐρανό,
θ᾿ ἀκούσω πάλι τὸ βραχνὸ τραγούδι τοῦ θανάτου…

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε το 1888 κι έφυγε από τη ζωή το 1944 αυτοκτονώντας με πιστόλι μέσα στο σπίτι του, στο Λόφο του Στρέφι, όπου έγραψε μεγάλο μέρος του έργου του. Εκτός από ποιήματα έγραψε επίσης πεζογραφήματα, διηγήματα καθώς και επιφυλλίδες, κριτικά και αισθητικά κείμενα. Συγκαταλέγεται στους Έλληνες καταραμένους ποιητές μαζί με κυρίως τους Μαρία Πολυδούρη και Κώστα Καρυωτάκη.

«…αυτό που κυρίως στάθηκε σαν ο μέγιστος συντελεστής της καταστροφής του ήταν τ΄ ότι δεν τον απασχολούσαν οι βιοτικές μέριμνες. Ελεύθερος να ζήσει τη ζωή του όπως ήθελε, άρχισε να κυκλοφορεί μόνο τη νύχτα, εγκαταλειπόμενος με ηδονή στις οποιεσδήποτε, φανερές ή μύχιες τάσεις του, χωρίς την παραμικρή αυτοπειθαρχία.» Άρης Δικταίος