Ο “Καθρέφτης” της Σύλβια Πλαθ
ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
“Είμαι ασημένιος και ακριβής.
Δεν έχω προκαταλείψεις.
Ότι κι αν δω το καταπίνω αυτομάτως,
Ακριβώς όπως είναι,
Αθάμπωτο από αγάπη ή απαρέσκεια.
Δεν είμαι σκληρός μόνο ειλικρινής.
Το μάτι ενός μικρού θεού, τετραγωνισμένο.
Τον περισσότερο καιρό αυτοσυγκεντρώνομαι στον απέναντι στον απέναντι τοίχο.
Είναι ροζ με στίγματα.
Τον έχω κοιτάξει για τόσο πολύ
Που νομίζω πως είναι μέρος της καρδιάς μου.
Αλλά τρεμοσβήνει.
Πρόσωπα και σκοτάδι μας χωρίζουν ξανά και ξανά.
Τώρα είμαι μια λίμνη. Μια γυναίκα σκύβει από πάνω μου,
Ψάχνοντας στις εκτάσεις μου για το ποιά είναι στ`αλήθεια.
Έπειτα γυρνά σ`αυτούς τους ψεύτες,
Τα κεριά ή το φεγγάρι.
Βλέπω την ράχη της και την καθρεφτίζω πιστά.
Με ανταμείβει με δάκρυα
Κι ένα αγωνιώδες σφίξιμο των χεριών.
Είμαι σημαντικός για εκείνη.
Έρχεται και φεύγει.
Κάθε πρωί είναι το πρόσωπό της που αντικαθιστά το σκοτάδι.
Μέσα μου έχει πνίξει ένα νεαρό κορίτσι
Και από μέσα μου
Μια γριά γυναίκα
Αναδύεται προς το μέρος της μέρα με τη μέρα,
Σαν τρομερό ψάρι.”
Σύλβια Πλαθ (1932-1963)

Στις 11 Φεβρουαρίου 1963 η Σύλβια Πλαθ αποφάσισε να δώσει ένα τέλος στη ζωή της.
Ο βιογράφος Ρόναλνρ Χέυμαν γράφει :“Άνοιξε το παράθυρο του δωματίου τους, αφήνοντας ψωμί και τις κούπες με το γάλα τους δίπλα στις ψηλές κούνιες τους, μολονότι ο Νικ ήταν μόλις δεκατριών μηνών και, άρα, πολύ μικρός για να φάει μόνος του. Υστέρα, παράχωσε πετσέτες και πανιά κάτω από την πόρτα του υπνοδωματίου και της κουζίνας, και στερέωσε κολλητική ταινία στις γωνιές της πόρτας. Όλα αυτά έγιναν σχολαστικά. Ήταν φανερό ότι τούτη η απόπειρα αυτοκτονίας δεν είχε σκοπό να αποτύχει. Κόλλησε ένα σημείωμα πάνω στην κούνια που βρισκόταν στο δωμάτιο δίπλα στην κουζίνα: «Παρακαλώ, καλέστε τον δόκτορα Χόρντερ», και δίπλα έγραψε τον αριθμό του τηλεφώνου του. Ήξερε τον αριθμό του τηλεφώνου του. Ήξερε ότι το πρωί θα ερχόταν η νοσοκόμα, αλλά τα περισσότερα στοιχεία μαρτυρούν ότι δεν ήθελε να σωθεί, και είναι απίθανο να μην υπολόγισε καλά το χρόνο που θα χρειαζόταν για να πεθάνει από το γκάζι. Δίπλωσε ένα πανί για να ακουμπά το κεφάλι της, άνοιξε όλους τους διακόπτες του γκαζιού κι έχωσε το κεφάλι της στο φούρνο”. Ήταν μόλις 31 χρονών.
“Αλλά είμαι η ίδια, πανομοιότυπη γυναίκα.
Όταν συνέβη για πρώτη φορά ήμουνα δέκα.
Ήταν ατύχημα.
Τη δεύτερη σκόπευα
Να διαρκέσει και να μην ξαναγυρίσω πια.”
(Λαίδη Λάζαρος, 1962)
