Ο “Καθρέφτης” της Σύλβια Πλαθ

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

“Είμαι ασημένιος και ακριβής.

Δεν έχω προκαταλείψεις.

Ότι κι αν δω το καταπίνω αυτομάτως,

Ακριβώς όπως είναι,

Αθάμπωτο από αγάπη ή απαρέσκεια.

Δεν είμαι σκληρός μόνο ειλικρινής.

Το μάτι ενός μικρού θεού, τετραγωνισμένο.

Τον περισσότερο καιρό αυτοσυγκεντρώνομαι στον απέναντι στον απέναντι τοίχο.

Είναι ροζ με στίγματα.

Τον έχω κοιτάξει για τόσο πολύ

Που νομίζω πως είναι μέρος της καρδιάς μου.

Αλλά τρεμοσβήνει.

Πρόσωπα και σκοτάδι μας χωρίζουν ξανά και ξανά.

Τώρα είμαι μια λίμνη. Μια γυναίκα σκύβει από πάνω μου,

Ψάχνοντας στις εκτάσεις μου για το ποιά είναι στ`αλήθεια.

Έπειτα γυρνά σ`αυτούς τους ψεύτες,

Τα κεριά ή το φεγγάρι.

Βλέπω την ράχη της και την καθρεφτίζω πιστά.

Με ανταμείβει με δάκρυα

Κι ένα αγωνιώδες σφίξιμο των χεριών.

Είμαι σημαντικός για εκείνη.

Έρχεται και φεύγει.

Κάθε πρωί είναι το πρόσωπό της που αντικαθιστά το σκοτάδι.

Μέσα μου έχει πνίξει ένα νεαρό κορίτσι

Και από μέσα μου

Μια γριά γυναίκα

Αναδύεται προς το μέρος της μέρα με τη μέρα,

Σαν τρομερό ψάρι.”

Σύλβια Πλαθ (1932-1963)


H Σύλβια Πλαθ δεν είναι μόνον μια μεγάλη Αμερικανίδα ποιήτρια του εικοστού αιώνα, αλλά μία από τις σπουδαιότερες ποιήτριες της νεώτερης, μετά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εποχής, κατέχοντας μια ξεχωριστή θέση στη σύγχρονη ποίηση.
Γεννημένη στις 27 Οκτωβρίου του 1932 στο Τζαμάικα Πλέιν της Μασαχουσέτης, η Πλαθ έδειξε από νεαρή ηλικία την κλίση της, όταν εξέδωσε το πρώτο της ποίημα σε ηλικία 8 ετών. Ο θάνατος του πατέρα της, την ίδια περίπου περίοδο,το 1940 επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και την ποίησή της. Μεγάλωσε σ` ένα αστικό περιβάλλον με μια μητέρα αυταρχική. Στις σπουδές που έκανε στο Κολέγιο Σμιθ, διακρίθηκε. Η απόρριψη από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ την οδήγησε σε βαθιά κατάθλιψη και στην πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας. Το 1956, στο Κέιμπριτζ όπου σπούδαζε με υποτροφία, γνώρισε τον Τεντ Χιουζ, άγνωστο τότε Άγγλο ποιητή. Παντρεύονται και το 1957 πηγαίνουν στις Η.Π.Α. για να διδάξουν. Τέλη του 1959 επέστρεψαν στο Λονδίνο. Τον Απρίλιο του 1960 γεννήθηκε η κόρη τους Φρίντα και τον Οκτώβριο κυκλοφόρησε η πρώτη της συλλογή “The Colossus”. Αγόρασαν ένα σπίτι στο Ντέβεν, όπου τον Ιανουάριο του 1962 γεννήθηκε το δεύτερο παιδί τους, ο Νίκολας. Τον Οκτώβριο ο Χιουζ την άφησε για να συζήσει με την ερωμένη του. Η Πλαθ εξαρτάται πλέον οικονομικά από την οικογένειά της. Τα Χριστούγεννα μετακόμισε με τα παιδιά της σ` ένα σπίτι στο Λονδίνο. Έξι μήνες μετά τον χωρισμό της και την μετακόμισή, ο χειμώνας του 1962-63 ήταν εφιαλτικός για την ίδια. Την βρίσκει μόνη, με ελάχιστα χρήματα και άρρωστη.

Στις 11 Φεβρουαρίου 1963 η Σύλβια Πλαθ αποφάσισε να δώσει ένα τέλος στη ζωή της. 

Ο βιογράφος Ρόναλνρ Χέυμαν γράφει :“Άνοιξε το παράθυρο του δωματίου τους, αφήνοντας ψωμί και τις κούπες με το γάλα τους δίπλα στις ψηλές κούνιες τους, μολονότι ο Νικ ήταν μόλις δεκατριών μηνών και, άρα, πολύ μικρός για να φάει μόνος του. Υστέρα, παράχωσε πετσέτες και πανιά κάτω από την πόρτα του υπνοδωματίου και της κουζίνας, και στερέωσε κολλητική ταινία στις γωνιές της πόρτας. Όλα αυτά έγιναν σχολαστικά. Ήταν φανερό ότι τούτη η απόπειρα αυτοκτονίας δεν είχε σκοπό να αποτύχει. Κόλλησε ένα σημείωμα πάνω στην κούνια που βρισκόταν στο δωμάτιο δίπλα στην κουζίνα: «Παρακαλώ, καλέστε τον δόκτορα Χόρντερ»,  και δίπλα έγραψε τον αριθμό του τηλεφώνου του. Ήξερε τον αριθμό του τηλεφώνου του. Ήξερε ότι το πρωί θα ερχόταν η νοσοκόμα, αλλά τα περισσότερα στοιχεία μαρτυρούν ότι δεν ήθελε να σωθεί, και είναι απίθανο να μην υπολόγισε καλά το χρόνο που θα χρειαζόταν για να πεθάνει από το γκάζι. Δίπλωσε ένα πανί για να ακουμπά το κεφάλι της, άνοιξε όλους τους διακόπτες του γκαζιού κι έχωσε το κεφάλι της στο φούρνο”Ήταν μόλις 31 χρονών.

“Αλλά είμαι η ίδια, πανομοιότυπη γυναίκα.

Όταν συνέβη για πρώτη φορά ήμουνα δέκα.
Ήταν ατύχημα.

Τη δεύτερη σκόπευα
Να διαρκέσει και να μην ξαναγυρίσω πια.”

(Λαίδη Λάζαρος, 1962)


Τα υπόλοιπα ποιήματά της εκδόθηκαν από τον Χιουζ μετά τον θάνατό της. Τα ποιήματά της συνδυάζουν τρομακτική ένταση και εκθαμβωτική τέχνη. Σ` αυτά η ποιήτρια παλεύει με την ποιητική της έμπνευση, με την εικόνα του ίδιου του εαυτού της, με την διανοητική της υγεία. Mε την σκληρή και ειλικρινή της αυτο-αποκάλυψη και την συναισθηματική αμεσότητά της, η ποίηση της Πλαθ είχε μεγάλη επίδραση σε πολλούς ποιητές μετά από αυτήν και συνεχίζει να έχει απήχηση στους νεώτερους φίλους της ποίησης. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που αυτά τα ποιήματα διδάσκονται ακόμη και σήμερα σε Κολέγια και Πανεπιστήμια ως υποδείγματα ποιητικής δομής κα ύφους. Τα ποιήματα της Σύλβια Πλαθ είναι αυτοβιογραφικά με επίκεντρο την εσωτερική τρικυμία και κύριο θέμα τον θάνατο σε πρωτεϊκή μορφή, είτε σαν ληστή της παιδικής ομορφιάς, είτε σαν εγωιστή εραστή. H ποιήτρια φλερτάρει με την εμπειρία του θανάτου, και αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι θα την οδηγήσει τελικά σ` αυτόν. Δημοσίευσε συνολικά τρεις συλλογές ποιημάτων, “The Winter Ship”, “The Collossus” και “Ariel”. Έγραψε επίσης ένα μυθιστόρημα, “The Bell Jar”, που το δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Victoria Lucas.